Άρθρο του κ. Τηλέμαχου Μαλγαρινού που δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 48*
* Ο κ. Μαλγαρινός είναι Managing Director της Business Forward
Η πρωτόγνωρη οικονομική και, εν πολλοίς, και θεσμική κρίση που βιώνουμε την τελευταία επταετία στη χώρα μας, σε συνδυασμό με το ιδιότυπο καθεστώς εποπτείας από τους δανειστές, οδήγησε μέχρι σήμερα στην ψήφιση περισσότερων από 80 φορολογικών και ασφαλιστικών νόμων και περισσότερων από 2.500 σχετικών εγκυκλίων και διευκρινιστικών αποφάσεων.
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας ως παραδοχή το γεγονός ότι οι συνεχείς αλλαγές στη φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία καθιστούν ασταθές το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, το να γνωρίζει κάθε επιχειρηματίας τι ισχύει ανά πάσα στιγμή, προκειμένου να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του, αποτελεί σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
Ας δούμε όμως, επί της ουσίας, τι ισχύει σήμερα για τις επιχειρήσεις, πώς θα φορολογηθούμε για τα εισοδήματα του 2016 και τι μεταβολές επιφέρει η ασφαλιστική μεταρρύθμιση από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Όσον αφορά στη φορολογία των εισοδημάτων του 2016, για τις ατομικές επιχειρήσεις, η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος είναι η ίδια που ισχύει για τους μισθωτούς και έχει ως εξής: Για εισόδημα έως 20.000 ευρώ συντελεστής 22%, από 20.001 ευρώ-30.000 ευρώ συντελεστής 29%, από 30.001 ευρώ-40.000 ευρώ συντελεστής 37% και για εισόδημα από 40.001 ευρώ και πάνω συντελεστής 45%.
Ωστόσο, για την ατομική επιχείρηση δεν ισχύει η έκπτωση φόρου (αφορολόγητο), ενώ ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (και άρα με έκπτωση φόρου) θεωρείται το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (μπλοκάκι) βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 του ν. 4172/2013.
Στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, ήτοι στα νομικά πρόσωπα-εταιρείες, είτε αυτές είναι προσωπικές (ΟΕ, ΕΕ, αστικές) είτε κεφαλαιουχικές (ΙΚΕ, ΕΠΕ, ΑΕ), εφαρμόζεται ενιαίος φορολογικός συντελεστής 29%, ανεξαρτήτως του ύψους του φορολογητέου εισοδήματος, με τη διαφορά ότι στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, εφόσον προκύπτουν κέρδη και αποφασίζεται διανομή μερίσματος, αυτό φορολογείται με επιπλέον 15%.
Πέραν του ποσού φόρου που προκύπτει κατά περίπτωση βάσει των ανωτέρω συντελεστών, δε θα πρέπει να ξεχνάμε το τέλος επιτηδεύματος (650 ευρώ στις ατομικές επιχειρήσεις, 500 ευρώ σε όσους φορολογούνται με «μπλοκάκι», 1.000 ευρώ για τις εταιρείες), την εισφορά αλληλεγγύης (για εισόδημα από 12.001 ευρώ-20.000 ευρώ με συντελεστή 2,2%, από 20.001 ευρώ-30.000 ευρώ με συντελεστή 5%, από 30.001 ευρώ-40.000 ευρώ με συντελεστή 6,5%, από 40.001 ευρώ-65.000 ευρώ με συντελεστή 7,5%, από 65.001 ευρώ-220.000 ευρώ με συντελεστή 9% και για εισόδημα πάνω από τις 220.000 ευρώ με συντελεστή 10%) και την ταμειακή, τουλάχιστον, επιβάρυνση της προκαταβολής του φόρου, που πλέον έχει διαμορφωθεί στο 100% επί του φόρου, αφαιρούμενης της προκαταβολής του προηγούμενου φορολογικού έτους.
Στις φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες ήδη δυσχεραίνουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τα capital controls και την ευρεία εφαρμογή του πλαστικού χρήματος, έρχονται να προστεθούν και οι ριζικές αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Πώς υπολογίζονται λοιπόν οι ασφαλιστικές εισφορές με το νέο σύστημα και επί ποιου ποσού;
Οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο καθαρό φορολογητέο εισόδημα της δραστηριότητάς μας ή της ιδιότητάς μας, από την οποία προκύπτει υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση, όπως αυτό διαμορφώνεται κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Επειδή, ωστόσο, τα εισοδήματα του 2016 δεν είναι ακόμη γνωστά, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα ληφθούν υπόψη τα εισοδήματα του 2015.
Η κατώτατη βάση υπολογισμού των εισφορών είναι: 586,08 ευρώ Χ 12 μήνες = 7.032,96 ευρώ ετήσιο εισόδημα Χ 26,95% εισφορές (20% κλάδος σύνταξης και 6,95% κλάδος ασθένειας) = 1.895,38 ευρώ/12=157,95 ευρώ/μήνα πλέον εισφοράς υπέρ ΟΑΕΔ 10,00 ευρώ, ενώ η ανώτατη βάση υπολογισμού των εισφορών είναι: 586,08 ευρώ Χ 10 Χ 12 μήνες = 70.329,60 ευρώ ετήσιο εισόδημα Χ 26,95% εισφορές (20% κλάδος σύνταξης και 6,95% κλάδος ασθένειας) = 18.953,83 ευρώ/12=1.579,50 ευρώ/μήνα πλέον εισφοράς υπέρ ΟΑΕΔ 10,00 ευρώ.
Το σύνολο όλων αυτών των επιβαρύνσεων φαίνεται να συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα, που, επί της ουσίας, ενδέχεται να υποχρεώσει πολλούς επαγγελματίες του χώρου των ασφαλειών να θέσουν εαυτούς ενώπιον σοβαρών διλημμάτων για το κατά πόσο μπορούν να ανταποκριθούν, στο άμεσο μέλλον, στις υποχρεώσεις τους.
Διότι, πώς μπορεί να συγκριθεί η ασφαλιστική επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής, που έχει δεδομένα και ξεκάθαρα έσοδα, όταν καλείται να ανταποκριθεί σε φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις που μεσοσταθμικά ξεπερνούν το 49% των εισοδημάτων της, έναντι άλλων κλάδων επαγγελματιών, που είτε φοροδιαφεύγουν και εισφοροαποφεύγουν είτε συνειδητά θα επιλέξουν να το κάνουν από δω και στο εξής; Μήπως εξ αυτού ουσιαστικά θα κληθούν οι επαγγελματίες ασφαλιστές, εκ των πραγμάτων, μαζί με ελάχιστα ακόμη επαγγέλματα, να στηρίξουν τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να μην καταρρεύσει ολοκληρωτικά το συνταξιοδοτικό σύστημα;
Δεν φαίνεται καθόλου δίκαιο, λοιπόν, ο κλάδος των ασφαλιστικών εταιρειών και των διαμεσολαβούντων -που γνωρίζουν τόσο καλά την ιδιωτική ασφάλιση και που διαχρονικά συνιστούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματικής κοινότητας στην Ελλάδα- να αντιμετωπίζει, λόγω της υψηλής φορολόγησης και των ασφαλιστικών εισφορών, τόσο σοβαρούς κινδύνους εκεί που προ κρίσης έδινε τη δυνατότητα αξιοπρεπών εισοδημάτων.
Είμαι βέβαιος πως μπορούν να εφαρμοστούν πιο αποδοτικές πρακτικές, πως μπορεί να βρεθεί καλύτερο δημοσιονομικό μείγμα και πως θα πρέπει εμείς όλοι, φορείς και επαγγελματίες, να κινητοποιηθούμε δημιουργικά και πιο οργανωμένα, γιατί μπορούμε να δείξουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, για ένα πιο ελπιδοφόρο και αισιόδοξο μέλλον για τις επιχειρήσεις μας.