Τα τελευταία χρόνια η αύξηση των φυσικών καταστροφών από πυρκαγιές και πλημμύρες ανέδειξε την αναγκαιότητα ασφαλιστικής κάλυψης ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες βρέθηκαν εκτεθειμένες και δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα.
Για τις επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί μια πράξη εξασφάλισης των περιουσιακών τους στοιχείων έναντι απρόβλεπτων γεγονότων περιορίζοντας το ρίσκο που εμπεριέχει κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα, ενώ παράλληλα είναι και πράξη ευθύνης έναντι των πελατών και των εργα-ζομένων τους σε περιπτώσεις ατυχημάτων.
Ωστόσο η οικονομική δυσπραγία που έφερε η οικονομική κρίση, στη συνέχεια η πανδημία και σήμερα η ραγδαία αύξηση του ενεργειακού κόστους οδηγεί τις αποφάσεις των ιδιαίτερα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην αντίθετη κατεύθυνση από το να αποκτήσουν ασφαλιστική κάλυψη και να θωρακιστούν έναντι πιθανών κινδύνων.
Γιατί μπορεί να είναι δεδομένη η αξία της ασφάλισης τα περιθώρια όμως που υπάρχουν για περαιτέρω διείσδυση των ασφαλειών στην επιχειρηματική κοινότητα λόγω του οικονομικού περιβάλλοντος είναι περιορισμένα.
Στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών το 2021 έδειξαν ότι μόλις το 1/3 των επιχειρήσεων κυρίως μικρών και πολύ μικρών είναι ασφαλισμένες.
Έτσι το ερώτημα που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι πως η εικόνα αυτή θα ήταν δυνατόν να αλλάξει και να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό ώστε οι επιχειρήσεις να μην βρίσκονται εκτεθειμένες σε κινδύνους που μπορεί να πλήξουν ακόμα και τη βιωσιμότητά τους όταν εμφανιστούν.
Η κρίση η οποία έχει πλήξει κυρίως τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχει οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι τους σε οικονομική αδυναμία να καλύψουν τις καθημερινές υποχρεώσεις τους ενώ παράλληλα έχουν συσσωρεύσει χρέη που αδυνατούν να αποπληρώσουν.
Ενδεικτικό είναι ότι 1 στις 2 επιχειρήσεις, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, ενώ το 34,1% έχει πολλαπλές οφειλές.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον είναι δεδομένο ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν ακόμα και να σκεφτούν την ασφαλιστική τους κάλυψη. Όμως ταυτόχρονα σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς από νέα δεδομένα που δημιουργούν οι παράλληλες κρίσεις και οι φυσικές καταστροφές που σημειώνονται με μεγάλη ένταση τα τελευταία χρόνια είναι επιβεβλημένο να διασφαλίζεται η συνέχεια και η προστασία των επιχειρήσεων.
Γίνεται λοιπόν παραδεκτό ότι οι συνθήκες λειτουργίας της αγοράς, επιτάσσουν όσο ποτέ άλλοτε υψηλή πρόβλεψη για το μέλλον και σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η μέριμνα για τη διασφάλιση των επιχειρήσεων στο να μπορούν να αντιμετωπίζουν την οποιαδήποτε αντιξοότητα ενδέχεται να επιβραδύνει τη λειτουργία τους ή ακόμα και να απειλήσει να τη διακόψει.
Δεδομένων των συνθηκών λοιπόν ο μόνος τρόπος για να πάψουν μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να βρίσκονται εκτός της ασφαλιστικής προστασίας είναι η ενίσχυση τους με εκείνα τα εργαλεία που θα τις διευκολύνουν να βρεθούν εντός.
Η θέσπιση από την πολιτεία κινήτρων για την ασφάλιση που να συνδέονται π.χ. με εκπτώσεις στη φορολογία θα αποτελούσε αναμφισβήτητα σημαντική διευκόλυνση καθώς θα έκανε πιο προσιτά τα ασφαλιστικά προϊόντα, ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, και θα αύξανε το ενδιαφέρον ακόμα και για εκείνες που σήμερα δεν την περιλαμβάνουν στον σχεδιασμό τους.
Παράλληλα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ασφαλιστικής συνείδησης των επιχειρήσεων θα ήταν και ο σχεδιασμός ασφαλιστικών προϊόντων ευέλικτων στις ανάγκες τους ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητάς τους, προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι συνθήκες που διαμορφώνονται.
Ενώ και η τόνωση στον τομέα της ενημέρωσής τους ώστε να αντιμετωπιστεί η έλλειψη γνώσης που υπάρχει σήμερα και στερεί τις βάσεις για τη δημιουργία ασφαλιστικής συνείδησης θα ήταν ένα σημαντικό βήμα για την επόμενη ημέρα των επιχειρήσεων.