Άρθρο της κ. Πηνελόπης Σαριδάκη που δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 50*
*Η κ. Σαριδάκη είναι Δικηγόρος
Με την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις κατευθυντήριες γραμμές που δίνονται με την Οδηγία 2016/97, θα πρέπει να επιδιωχθεί και να επιτευχθεί η επικαιροποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, με γνώμονα τις σημερινές ανάγκες του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης, χωρίς ωστόσο να επιδιώκεται ή να γίνεται ανεκτός ο ασφυκτικός περιορισμός των δικαιωμάτων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, αλλά και το υπέρμετρο και ανεξέλεγκτο «άνοιγμα» της ασφαλιστικής αγοράς, που ανεμπόδιστα θα οδηγήσει σε ευτελισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών και βλάβη του τελικού καταναλωτή.
Σύμφωνα με το προοίμιο του κειμένου της Οδηγίας, επαφίεται στην κρίση της χώρας-μέλους η έκταση «του αναγκαίου» της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Οδηγίας, με κριτήριο και τις ιδιαιτερότητες της εθνικής αγοράς. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνει με γνώμονα, μεταξύ των άλλων, την παρούσα οικονομική συγκυρία, τη διαφύλαξη των συμφερόντων του τελικού καταναλωτή και την προστασία και διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Υπό το πρίσμα αυτό, η Πολιτεία θα πρέπει να αναπτύξει τους εποπτικούς μηχανισμούς, ώστε η διεύρυνση της γκάμας των (εμπορικών) επιχειρήσεων στις οποίες δίνεται η δυνατότητα άσκησης ασφαλιστικής διαμεσολάβησης «ως δευτερεύουσας δραστηριότητας» να γίνεται με αυστηρά κριτήρια, ώστε να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη διακίνηση ασφαλιστικών προϊόντων, υπό τον μανδύα της «συμπληρωματικής φύσης τους» ως προς το κατά κύρια επαγγελματική δραστηριότητα διατιθέμενο αγαθό.
Είναι σημαντικό να ληφθούν υπ’ όψιν οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς (και κυρίως η κρατούσα οικονομική συγκυρία, αλλά και η αναμενόμενη και ήδη διαφαινόμενη αύξηση των πωλήσεων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής, συνταξιοδοτικών, νοσηλείας κ.λπ.) με την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις κατευθυντήριες γραμμές της Οδηγίας ως προς:
• Το είδος των διακινούμενων ασφαλιστικών προϊόντων και του κόστους αυτών από επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στη νομοθεσία περί ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
• Τα κριτήρια αξιολόγησης για το πότε μια επιχείρηση ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης ως «δευτερεύουσα δραστηριότητα».
• Την προστασία του καταναλωτή, που έχει πρωτεύοντα ρόλο και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχει πρόνοια για τα ασφαλιστικά προϊόντα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη ζωή και την υγεία, ώστε να μην καθίσταται ευάλωτος στη λήψη άστοχων και βεβιασμένων αποφάσεων.
• Την εποπτεία, ειδικά για τις επιχειρήσεις κύριας άσκησης της δραστηριότητας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης με έδρα σε άλλα κράτη.
Εξάλλου, δεδομένου του ότι στο προοίμιο της Οδηγίας δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαφύλαξη των συμφερόντων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθίσταται σαφές ότι γνώμονας της Πολιτείας θα πρέπει να είναι και η προστασία της δραστηριότητας των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω και εστιάζοντας στους μεσίτες και στο πολύπλευρο έργο τους ως διαμεσολαβητών στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, αλλά και ως συμβούλων επί ασφαλιστικών θεμάτων, θα πρέπει να είναι διακριτός ο ρόλος και η διαφοροποίησή τους σε σχέση με τα λοιπά διαμεσολαβούντα πρόσωπα, η δε αμοιβή τους θα πρέπει να καθορίζεται με βάση το είδος του έργου που επιτελούν στο πλαίσιο της ασφαλιστικής τους διαμεσολάβησης.
Θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα μικτό σύστημα αμοιβών, ώστε ο μεσίτης ασφαλίσεων να είναι δυνατό να αμείβεται για τις υπηρεσίες του τόσο από τον υποψήφιο πελάτη όσο και από τις ασφαλιστικές εταιρείες, ανάλογα με το είδος και την έκταση των υπηρεσιών που παρέχει.
Με τα παραπάνω δεδομένα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την επικείμενη πλήρη αναμόρφωση της υφιστάμενης νομοθεσίας αναφορικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των μεσιτών.