Η οικονομία υποδέχεται τη νέα χρονιά με αισιοδοξία. Η αγορά δείχνει να έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον το οποίο επέβαλαν οι γεωπολιτικές εντάσεις, ο υψηλός πληθωρισμός και η ενεργειακή ακρίβεια.
Οι καταναλωτές επίσης παρουσιάζουν αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα, έχοντας μάλιστα εξέλθει από την πανδημική κρίση, οπότε κλήθηκαν για άλλους λόγους και υπό άλλες συνθήκες να επιδείξουν στωικότητα και υπομονή.
Σήμερα, εμφανίζονται αποφασισμένοι να δαπανήσουν «αγνοώντας» τον υπερπληθωρισμό, ενισχύοντας την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία στηρίζεται και από το έντονα ανοδικό τουριστικό ρεύμα από το εξωτερικό. Το ευτύχημα για την τρέχουσα περίοδο είναι ότι, η αγορά διαθέτει ένα ακόμη σημαντικότατο πλεονέκτημα: Την επενδυτική της ελκυστικότητα.
Οι επενδύσεις, εγχώριες αλλά και διεθνείς, είναι που έδωσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια του 2022 αναπτυξιακό ρυθμό στην οικονομία. Στήριξη του ελληνικού ΑΕΠ αναμένεται και το 2023, προφανώς όχι με τη φετινή ένταση.
Το κρίσιμο για την οικονομία είναι να διατηρήσει, έστω και οριακά, το θετικό της πρόσημο, εμφανίζοντας μια δυναμική υψηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Η θετική πορεία του ΑΕΠ αποτελεί εξέλιξη εξαιρετικά σημαντική για την ασφαλιστική αγορά, διότι είθισται να ακολουθεί την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και αυτό ήδη το εισπράττει.
Στα «συν» της περιόδου καταγράφεται, επίσης, το υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον για την αγορά ενέργειας, στην οποία η Ελλάδα επί δεκαετίες ήταν μια καθαρά εισαγωγική χώρα. Τα τελευταία χρόνια μαγνητίζει το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επενδυτών, ένεκα και της «πράσινης» μετάβασης της οικονομίας, που προϋποθέτει νέες ενεργειακές δομές, κυρίως στο πεδίο των ΑΠΕ.
Ανάλογα ισχυρό είναι το ενδιαφέρον και για τον τομέα της τεχνολογίας, όπου στο πλαίσιο της ψηφιακής μετάβασης και της εφαρμογής της «Λευκής Βίβλου» που υποστηρίζει η κυβέρνηση, έχουν εξελιχθεί θεαματικά, ήδη από την περίοδο της πανδημίας, τα δίκτυα επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων.
Οι δύο προαναφερόμενοι κλάδοι συνδράμουν σε μεγάλο βαθμό στη μεγέθυνση της ασφαλιστικής αγοράς, η οποία έρχεται μα καλύψει corporate ανάγκες των επενδυτών, δίδοντας λύσεις με στόχο τη μείωση της έκθεσης σε έκτακτους – μη προβλεπόμενους κινδύνους.
Η υγεία αποτελεί ένα ακόμη πεδίο στο οποίο η ιδιωτική ασφάλιση καταγράφει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που σε κάποιο βαθμό αποδίδονται και στην πανδημία, η οποία αύξησε την ευαισθησία του μέσου πολίτη για την ασφάλισή του. Σήμερα, μάλιστα, ο κλάδος εμφανίζει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα του γίνονται ακριβότερα.
Τέλος, αισιοδοξία υπάρχει και για τον κλάδο Ασφάλισης Περιουσίας, όπου η κυβέρνηση φαίνεται να αναγνωρίζει την ανάγκη της υποχρεωτικής ασφάλισης των κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών. Εφόσον θεσπιστεί η σχετική κάλυψη, η χώρα και κυρίως ο Έλληνας πολίτης θα απαλλαχθούν από έκτακτα βάρη, τα οποία επιδρούν αρνητικά και στον κρατικό προϋπολογισμό και στο οικογενειακό εισόδημα. Η επιθυμητή για τον κλάδο λύση είναι να υπάρξει μια κάποιου είδους συνέργεια μεταξύ της ασφαλιστική αγοράς και του δημοσίου, ώστε από κοινού να δοθεί λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τις προαναφερόμενες θετικές εξελίξεις, κατά το 2023 αναμένονται πιέσεις στα καθαρά αποτελέσματα των ασφαλιστικών ομίλων, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, διότι μέρος του αυξημένου κόστους διαχείρισης των ζημιών για όλους σχεδόν τους κλάδους έχει περάσει στις εταιρείες. Πρόκειται, βέβαια, για ένα συγκυριακό φαινόμενο, το οποίο προκλήθηκε αρχικά από την πανδημία, κατά την περίοδο της οποίας καθυστέρησαν πολλές θεραπείες και εντάθηκε λόγω της γεωπολιτικής κρίσης και του υπερπληθωρισμού.
Ωστόσο, η ασφαλιστική αγορά διαθέτει αποθέματα κερδών, κρίνοντας από το ιδιαιτέρως θετικό 2021, χρονιά κατά την οποία τα συνολικά καθαρά αποτελέσματα ανήλθαν σε 450 εκατ. ευρώ. Ανάλογη επίδοση δύσκολα θα ξαναδούμε, λόγω και της έντασης του ανταγωνισμού, όμως σε κάθε περίπτωση η τελευταία γραμμή των ισολογισμών των ασφαλιστικών εταιρειών θα παραμείνει θετική, με τη στήριξη και των αυξημένων αποδόσεων που προκαλεί η διόγκωση των επιτοκίων.