Η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα είθισται να θεωρείται «ατμομηχανή» της εγχώριας ανάπτυξης. Ο κατασκευαστικός κλάδος συγκαταλέγεται στη βαριά βιομηχανία της εγχώριας παραγωγής.
Η σημασία του κατασκευαστικού κλάδου φάνηκε και από το μέγεθος των αρνητικών συνεπειών που υπέστη λόγω της οικονομικής κρίσης εν μέσω μνημονιακών χρόνων.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι επενδύσεις για την ανέγερση νέων κατοικιών στην Ελλάδα κατέγραψαν συνολική πτώση της τάξεως του 95% το διάστημα από το 2007 μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2016, ενώ η πτώση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας την περίοδο από το 2005 έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 άγγιξε το 93%. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν από το 10,8% το 2007 σε μόλις 0,8% το 2015.
Σχεδόν 15 φορές λιγότερες κατοικίες κατασκευάστηκαν το 2016 σε σύγκριση με το 2007, όταν η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν στο απόγειό της. Το πρώτο οκτάμηνο του 2016 ολοκληρώθηκαν μόλις 4.853 νέες κατοικίες, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2007 είχαν κατασκευαστεί 71.936 κατοικίες σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Τα άνωθεν στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος της πτώσης της αγοράς κατοικίας κατά τη διάρκεια των μνημονιακών ετών, γεγονός που επισφραγίστηκε με τις τιμές των ακινήτων να καταγράφουν απώλειες που σε πολλές περιπτώσεις άγγιξαν το 42%.
Σήμερα, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Το ακίνητο επιστρέφει ως επενδυτική πρόταση – προϊόν, με τις αναλύσεις των τραπεζών να ανεβάζουν πλέον την καθαρή απόδοση της επένδυσης σε ακίνητο μέσω ενοικίων στο 3%-4% ετησίως χωρίς να συνυπολογίζουν την αναμενόμενη άνοδο της αξίας του, που αποτελεί ισχυρό κίνητρο.
Σήμερα, 39 μήνες από τους πρώτους θετικούς δείκτες, η κτηματαγορά συνεχίζει την ανοδική της πορεία, με την οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα να συνεχίζει να αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς, προσφέροντας στήριγμα στο ΑΕΠ, που το τρίτο τρίμηνο του 2021 «έτρεξε» με 13,4%.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή και σε συνάρτηση του γεγονότος ότι οι τιμές πώλησης ακόμη και μετά τη συσσωρευτική αύξηση της τάξεως του 25% από το 2018 έως και σήμερα, οι αξίες σε πολλές περιοχές υπολείπονται κατά 20%-25% σε πολλές περιοχές της χώρας μας σε σχέση με το 2007, δημιουργώντας το κλίμα της «δεύτερης» επενδυτικής ευκαιρίας για όσους δεν πίστεψαν στην εγχώρια κτηματαγορά τα προηγούμενα χρόνια.
Η αξία του ακινήτου διασφαλίζεται μόνο μέσω της ασφάλισης
Η κτηματαγορά και γενικότερα οι οικονομίες τα επόμενα χρόνια θα αντιμετωπίσουν περισσότερες κρίσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν, όπως η κλιματική αλλαγή (φυσικές καταστροφές).
Στη χώρα μας οι φυσικές καταστροφές αυξάνονται τόσο σε ένταση όσο και σε πλήθος. Πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες, για πολλούς μπορεί να αποτελούν εποχικές ειδήσεις στα ΜΜΕ, όμως για τους κατοίκους των περιοχών που πλήττονται είναι μια καταστροφική πραγματικότητα που σε πολλές περιπτώσεις απειλεί τους «κόπους» μιας ολόκληρης ζωής.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στη χώρα μας υπάρχουν 6,37 εκατ. κατοικίες, αλλά 9 στα 10 σπίτια είναι ανασφάλιστα για φυσικές καταστροφές όταν το ποσοστό ιδιοκατοίκησης αγγίζει το 70%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), το ποσοστό των ασφαλισμένων κατοικιών δεν ξεπερνάει το 15% και το ποσοστό αυτό οφείλεται κυρίως στην υποχρεωτικότητα της ασφάλισης κατά του σεισμού που ισχύει για όσες κατοικίες έχουν κατασκευαστεί ή έχουν αποκτηθεί μέσω τραπεζικού δανεισμού (περίπου το 10% από το 15%).
Εκτός συνόρων, στις περισσότερες δυτικές χώρες η ασφάλιση της κατοικίας θεωρείται σχεδόν αυτονόητη, με τα ποσοστά στην Ε.Ε. να κινούνται κοντά το 50% και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού να ξεπερνούν κατά περίπτωση και το 72%.
Η ασφάλιση, αποτελεί το μόνο εργαλείο που μπορεί να «εγγυηθεί» ότι η αξία μιας επένδυσης παραμένει αμετάβλητη ακόμα και μετά τη μεγαλύτερη καταστροφή.
Θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο προετοιμασμένος είναι ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου να αντιμετωπίσει οικονομικά μόνος του τις ζημιές από τον σεισμό, τη φωτιά, τη διαρροή υδάτων ή/και οποιαδήποτε καταστροφή που μπορεί να υποστεί το ακινήτου του. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ιδιοκτήτες ακινήτων που έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές μετά από φωτιά, προέβησαν σε πώληση των ακινήτων τους λόγω μη δυνατότητας αποκατάστασης της ζημίας, με αποτέλεσμα να χάνουν μεγάλο μέρος των αξιών των ακινήτων.
Παράλληλα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο προετοιμασμένος είναι ένας ιδιοκτήτης ή/και ενοικιαστής να αντιμετωπίσει μόνος του τόσο τις ζημιές που μπορεί να υποστεί το ακίνητό ιδιοκτησίας του ή που έχει μισθώσει, αλλά και τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν λόγω υπαιτιότητάς του σε άλλη ιδιοκτησία από πυρκαγιά, έκρηξη ή παράλειψή από αμέλεια, την οποία και υποχρεούται να αποκαταστήσει.
Η ασφάλιση, λοιπόν, αποτελεί το μοναδικό χρηματοοικονομικό εργαλείο που υπάρχει παγκοσμίως για την άμεση αποκατάσταση των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων μετά από μια μεγάλη ζημιά.
Το κράτος πρέπει να μεριμνήσει για την αύξηση του μέχρι σήμερα χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης, θεσμοθετώντας μέτρα που θα βοηθήσουν τους πολίτες να ασφαλιστούν, όπως η φοροαπαλλαγή των ασφαλίστρων από το εισόδημα ως ένα σημαντικό κίνητρο προσέλκυσης στην ασφάλιση, καθώς και η καθιέρωση καθολικής ασφάλισης των κτιρίων έναντι των καταστροφικών κινδύνων που τα απειλούν.
Αν κάποιος θεωρήσει ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, θα πρέπει να υπολογίσει ότι το 20% των εσόδων του ΕΝΦΙΑ που εισέπραξε το κράτος σε ένα χρόνο, δηλαδή 500 εκατ. ευρώ, δαπανήθηκαν για την κάλυψη του κόστους των αποζημιώσεων μετά δύο καταστροφικά φαινόμενα, δηλαδή τον σεισμό στην Κρήτη το 2020 και τις πυρκαγιές στην Εύβοια το 2021, χωρίς ακόμη η αποκατάσταση να έχει τελειώσει.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι μέσω της ασφάλισης το κράτος όχι μόνο δεν επιβαρύνεται οικονομικά από έκτακτα καταστροφικά γεγονότα, αλλά εισπράττει και έσοδα από τους επιβαλλόμενους φόρους.
Η καθολικότητα ενός μέτρου που θα προέβλεπε την οριζόντια ασφάλιση των κατοικιών είναι βέβαιο ότι, πέραν των ανωτέρω, θα βοηθούσε και στην εξασφάλιση χαμηλότερων ασφαλίστρων, ενώ κρίνεται αναγκαίο και σημαντικό να υπάρχει συνεργασία των ασφαλιστικών εταιριών και του κράτους (ΣΔΙΤ), ώστε το όποιο μοντέλο ασφάλισης κι αν επιλεγεί να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα και για τις τρεις πλευρές, το δημόσιο, τον πολίτη και την ασφαλιστική αγορά.