Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς ιδιαίτερα για τη σημασία της ασφάλισης. Δυστυχώς στη χώρα μας, όπου η λεγόμενη ασφαλιστική συνείδηση κινείται σε χαμηλά επίπεδα, συνήθως καταλαβαίνουμε την αξία της όταν είναι πλέον αργά. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης στη χωρά μας, μόλις που ξεπερνά το 2% του ΑΕΠ. Για τις επιχειρήσεις η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί μια πράξη εξασφάλισης των περιουσιακών τους στοιχείων (κτιριακές εγκαταστάσεις, εξοπλισμός κ.λπ.) έναντι απρόβλεπτων γεγονότων και ως εκ τούτου περιορισμού του ρίσκου που εκ των πραγμάτων εμπεριέχεται σε κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα. Κυρίως, όμως, η ασφάλιση για τις επιχειρήσεις αποτελεί μια πράξη ευθύνης έναντι των πελατών και των εργαζομένων τους.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις του κλάδου της Εστίασης, η ασφάλιση έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι οι πελάτες που εξυπηρετούν – φιλοξενούν είναι πολλαπλάσιοι σε σχέση με άλλες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου και παρά τα αυστηρά μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, που είναι υποχρεωμένες να τηρούν, είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε ευθύνες έναντι των πελατών τους ή και των εργαζομένων τους. Και είναι γνωστό πως σε περίπτωση ατυχήματος η αποζημίωση μπορεί να αποβεί μοιραία για την συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η ασφάλιση αστικής ευθύνης και η ασφάλιση περιούσιας αποτελούν τις βασικές ασφαλίσεις στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις του Κλάδου που ασφαλίζονται. Εμπειρικά, γνωρίζουμε πως η ασφάλιση περιουσίας έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και αποδοχή τα τελευταία χρόνια λόγω της αύξησης των φυσικών καταστροφών, οι οποίες παρατηρήθηκαν αλλά και των συνακόλουθων σοβαρών συνεπειών που επέφεραν στη λειτουργία των επιχειρήσεων που επλήγησαν. Αυτό προκύπτει και από πρόσφατη έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το 32% των επιχειρήσεων που η δραστηριότητά τους αφορά την εστίαση (τρόφιμα – ποτά – τουρισμός ), δήλωσαν ασφαλισμένες έναντι αυτού του κινδύνου σε αντίθεση με άλλες δραστηριότητες που κατέγραψαν ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά. Ωστόσο, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη έρευνα, τα 2/3 των επιχειρήσεων δεν είναι ασφαλισμένα. Αυτό εκτός από το προφανές, δηλαδή πως η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν ασφαλίζεται έναντι οποιουδήποτε κινδύνου, μάλλον υποδηλώνει οικονομική αδυναμία ή και έλλειψη ενημέρωσης. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, που η πανδημική κρίση έχει επηρεάσει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις επιχειρήσεις εστίασης, η οικονομική δυσπραγία που αντιμετωπίζουν βαρύνει περισσότερο τις αποφάσεις τους. Είναι άλλωστε γνωστό, πως σε περιόδους κρίσης οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες καταφεύγουν σε «στρατηγικές επιβίωσης».
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, που η πανδημική κρίση έχει προκαλέσει στον Κλάδο, παραθέτω δύο βασικά ευρήματα από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το κλίμα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, 8 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης κατέγραψαν μείωση του κύκλου εργασιών.
Για τις επιχειρήσεις αυτές η μείωση του τζίρου το 2020 ήταν μεσοσταθμικά σχεδόν 60% σε σύγκριση με το 2019. Επιπλέον, περίπου το 65% των επιχειρήσεων του Κλάδου αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Το 44,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ενώ το 19,2% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα. Με άλλα λόγια, η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων του Κλάδου έχει υποστεί τεράστια ζημιά και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας.
Πέραν των παραπάνω ένα επιπρόσθετο σημαντικό στοιχείο, το οποίο έχει αναδειχθεί μέσα από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, είναι η απώλεια εισοδήματος που έχουν υποστεί όχι μόνο οι επιχειρηματίες του Κλάδου, αλλά το σύνολο εκείνων που οι επιχειρήσεις τους ανέστειλαν την λειτουργία τους ή υπολειτούργησαν το προηγούμενο διάστημα.
Με βάση την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών τα εισοδήματα των νοικοκυριών που στηρίζονται στα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα το 2020 μειώθηκαν δραματικά. Συγκεκριμένα, μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 27,2%, έναντι μείωσης 11,5% στο σύνολο των νοικοκυριών. Το στοιχείο αυτό, εξηγεί εν μέρει και τη δραματική μείωση των διαθέσιμων αποθεματικών των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, τα ίδια κεφάλαια που διέθεταν κυρίως για επενδύσεις μικρής κλίμακας, φαίνεται πως αναλώθηκαν για την απορρόφηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, παρά μάλιστα τα μέτρα που ελήφθησαν για τη στήριξή τους. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος των μέτρων αυτών αφορούσαν άμεσες ή έμμεσες μορφές ενίσχυσης της ρευστότητάς τους, που πάρα την πρόσκαιρη και σε αρκετές περιπτώσεις μη επαρκή ανακούφιση που προσέφεραν, αποτέλεσαν εν τέλει υποχρεώσεις, οι οποίες συσσωρεύτηκαν σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον.
Συναθροίζοντας τα παραπάνω και με την αισιοδοξία ότι η επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν είναι πρόσκαιρη, που σημαίνει ότι θα έχουν τη δυνατότητα οι επιχειρήσεις να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να παραμείνουν ζωντανές, είναι πολύ πιθανό αρκετοί επιχειρηματίες να δείξουν ενδιαφέρον για μια όχι και τόσο διαδεδομένη ασφαλιστική κάλυψη. Αυτή της ασφάλισης διακοπής εργασιών. Μια κάλυψη που η αναγκαιότητά της φάνηκε με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων περιορισμών, καθώς ουσιαστικά κανένα μέτρο δεν υιοθετήθηκε για την απώλεια του εισοδήματος του ίδιου του επιχειρηματία.
Σε κάθε ωστόσο περίπτωση, η επιστροφή στην κανονικότητα με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και η ύπαρξη ενός σταθερού και φιλικού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν ομαλά, ώστε να σχεδιάσουν τις μελλοντικές επιχειρηματικές τους ενέργειες.