Από τις αρχές του 2020 ζούμε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, με την πανδημία της COVID-19 και των μεταλλάξεων του κορονοϊού, που έχει επηρεάσει με πολλούς τρόπους την κοινωνική και οικονομική ζωή σε όλον τον κόσμο. Σε κάθε τομέα δραστηριοτήτων και πολύ περισσότερο στην ασφαλιστική κοινότητα, όπου πολλές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και ειδικότερα στον τομέα των ασφαλίσεων Υγείας, ανέκυψε η ανάγκη διαχείρισης αυτής της κρίσης σε «αχαρτογράφητα νερά».
Το βέβαιο είναι πως η δοκιμασία αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα για τον ασφαλιστικό κλάδο και πυροδοτεί (στο πλαίσιο νέων εκτιμήσεων και παραδοχών) την ανάγκη να επιταχυνθούν ουσιαστικές μεταρρυθμιστικές ενέργειες, που θα κάνουν τον τομέα Ασφαλίσεων Υγείας καθοριστικό συμμέτοχο των αλλαγών για ένα νέο, βιώσιμο και αποτελεσματικό Σύστημα Υγείας.
Είναι πρόσφατες οι κυβερνητικές εξαγγελίες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για μια σειρά μεταρρυθμίσεων στην Υγεία. Μεταρρυθμίσεων, που θα αφορούν σε εκσυγχρονισμό των μεγάλων νοσοκομείων, αυτοδύναμα Κέντρα Υγείας και ΣΔΙΤ για την κατασκευή πρωτοβάθμιων δομών, σε ένα πιο αποτελεσματικό ΕΟΠΥΥ, σε εξορθολογισμό φαρμακευτικής δαπάνης και του claw back με εξάπλωση των γενοσήμων και στην υποστήριξη της πρόληψης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές και χρόνιες ασθένειες.
Με την ιδιαιτερότητα της μοναδικής ασφαλιστικής με ιδιόκτητες υποδομές για υπηρεσίες υγείας και εύλογο ενδιαφέρον, ως INTERAMERICAN έχουμε τοποθετηθεί με σαφήνεια υπέρ της ανάπτυξης ΣΔΙΤ. Έχουμε τονίσει, πως οι συνέργειες μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα μπορούν να ενισχύσουν την επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας στον τομέα της υγείας, ενώ η συμπληρωματικότητα στη σχέση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να βελτιώσει τη διαχείριση της υγείας στην κάλυψη των αναγκών με έμφαση στην πρόληψη.
Έχουμε επισημάνει τον καλύτερο έλεγχο του κόστους που θα προκύψει, καθώς, το κενό στην Ελλάδα είναι μεγάλο στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Χρειάζονται insurance plus services στο νέο, ψηφιοποιημένο περιβάλλον και εταιρείες όπως η INTERAMERICAN, που επενδύουν στην ψηφιακή καινοτομία για την υγεία και μπορούν να ανταποκριθούν σε συνέργειες που θα προκύψουν από αυτό το νέο μοντέλο. Γνωρίζουμε επιτυχημένα μοντέλα ΣΔΙΤ, σε συστήματα υγείας άλλων χωρών που δείχνουν τον δρόμο.
Πιστεύουμε, πως οι ΣΔΙΤ θα πρέπει να μπουν στην εξίσωση του ριζικού ανασχεδιασμού του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, το οποίο παραμένει ίδιο επί πολλές δεκαετίες, σχεδιασμένο γύρω από το νοσοκομείο και όχι γύρω από τον ασθενή.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Υγεία είναι πολλαπλή. Αν μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στη διεύρυνση της βάσης του Συστήματος, θα μοιραστεί το βάρος στις αναγκαίες υποδομές μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και πλέον δεν θα πληρώνει ο πολίτης – ασφαλισμένος στο πολλαπλάσιο το ίδιο αγαθό. Σήμερα, στη χώρα μας το Σύστημα επιτρέπει θεωρητικά τη δωρεάν πρόσβαση σε όλους τους πολίτες, αλλά ας έχουμε υπ’ όψιν ότι χρηματοδοτείται από τους φόρους που αυτοί πληρώνουν και από τις εισφορές τους, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους.
Έτσι, καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα, όπου πληρώνουν από την τσέπη τους. Περίπου το 60% των δαπανών για την Υγεία βαρύνουν το δημόσιο και το 40% είναι δαπάνες σε υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Όμως, από αυτό το 40%, μόνο το 4% καλύπτει η ιδιωτική ασφάλιση. Το υπόλοιπο 36% είναι ανασφάλιστο και πληρώνει από την τσέπη του. Ταυτόχρονα, έχουμε δύο παράλληλες υποδομές, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, με πολλές δυσλειτουργίες, περιορισμούς και στρεβλώσεις. Το αποτέλεσμα είναι να εκτοξεύεται στα ύψη το κόστος της Υγείας.
Σε αυτή την πραγματικότητα έρχεται να απαντήσει, προσφέροντας λύσεις, η τεχνολογία της Υγείας. Το νέο μοντέλο, που θέλουμε και πρέπει να εδραιώσουμε μέσα από τη μεταρρύθμιση, θα πρέπει να έχει στη βάση του την ψηφιακή Υγεία, που θα προσφέρει τη δυνατότητα της εξωνοσοκομειακής διαχείρισης. Αν θέλουμε να δούμε τις ανάγκες με σύγχρονη αντίληψη, τα μεν σοβαρά περιστατικά θα πρέπει να οδηγούνται σε εξειδικευμένα νοσοκομεία (καρδιολογικά, ογκολογικά κ.λπ.), ενώ τα πολλά καθημερινά περιστατικά δεν πρέπει να πηγαίνουν στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, αλλά να αντιμετωπίζονται σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά και στο σπίτι με την εξ αποστάσεως διαχείριση.
Η πανδημία με τους περιορισμούς που επέβαλε, μας έδωσε ένα καλό μάθημα εφαρμογής αυτής της διαχείρισης. Και βέβαια, η τεχνολογία εδώ έχει τον πρώτο λόγο, γίνεται ο μοχλός. Διεθνώς, οι μεγαλύτερες επενδύσεις σήμερα κατευθύνονται προς την ψηφιακή Υγεία, αλλά και την πρωτοβάθμια φροντίδα, που λείπουν. Στην INTERAMERICAN, έχουμε ήδη επενδύσει σε συστήματα για symptomcheckers, με τηλεϊατρική.
Το μεγάλο κεφάλαιο για το μέλλον θα είναι οι χρόνιες ασθένειες. Σε ένα ασφαλιστικά ολοκληρωμένο σύστημα, πάνω από το 60% των δαπανών αφορά σε χρόνιες ασθένειες, που θα αντιμετωπίζονται εκτός νοσοκομείου.
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τη φροντίδα της τρίτης ηλικίας. Όπως έχουν τα πράγματα έως τώρα, είναι αυτονόητο ότι ένα ασφαλιστήριο ιδιωτικής υγείας δεν είναι προσιτό σε όλους τους πολίτες, αφού η στρέβλωση της αγοράς αυξάνει το κόστος των υπηρεσιών. Ωστόσο, αν οι μεταρρυθμίσεις προχωρήσουν γρήγορα προς την κατεύθυνση ενός ενιαίου, αναδομημένου Συστήματος Υγείας με συνέργειες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, με λιγότερη εμπλοκή των νοσοκομείων, με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και με τον ασθενή στο επίκεντρο, είναι εφικτό να σχεδιαστούν και να λειτουργήσουν προγράμματα ασφάλισης της Υγείας που θα είναι πιο οικονομικά, ευέλικτα και προσαρμόσιμα.
Σε αυτή την εξέλιξη, ο ρόλος της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης θα ενισχυθεί για την προώθηση της ασφάλισης της Υγείας ακόμη περισσότερο.