Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το ζήτημα της επαρκούς ασφάλισης των ακινήτων και ειδικότερα των κατοικιών, έναντι φυσικών καταστροφών, απασχολεί δεκαετίες την ασφαλιστική αγορά, τους ιδιοκτήτες ακινήτων και την κυβέρνηση.
Και οι τρεις πλευρές εστιάζουν στο θέμα για τον ίδιο σκοπό, για την ορθολογικότερη δηλαδή αντιμετώπιση κάθε καταστροφικού γεγονότος, αλλά για διαφορετικούς λόγους:
1. Η ασφαλιστική αγορά επιδιώκει την παροχή καλύτερων και κυρίως πιο ολοκληρωμένων υπηρεσιών στον πελάτη, αλλά και την εξασφάλιση ενός νέου πεδίου ανάπτυξης των εργασιών της.
2. Ο ασφαλισμένος αναζητεί την εξασφάλιση της σωστής, άμεσης και δίκαιης αποζημίωσής του σε περίπτωση έλευσης ενός ζημιογόνου γεγονότος.
3. Η πολιτεία διεκδικεί την εξοικονόμηση πόρων από το δημόσιο ταμείο, την εφαρμογή προγραμματισμένων διαδικασιών για ταχύτητα στις αποζημιώσεις, την απεμπλοκή του δημοσίου από κάθε γραφειοκρατική διαδικασία αποζημίωσης και την εξασφάλιση κλίματος ηρεμίας στην κοινωνία μετά από μια μεγάλη καταστροφή.
Όλοι λοιπόν φαίνεται ότι θα έβγαιναν κερδισμένοι από τις οριζόντιες καλύψεις των ακινήτων και παρά το θετικό αυτό συμπέρασμα, το ζήτημα της επαρκούς, υποχρεωτικής με νομικούς όρους, ασφάλισης των κατοικιών δεν λέει να λυθεί.
Ο λόγος απλός: Η πολιτεία επιμένει να μην προσεγγίζει το ζήτημα από τη σωστή οπτική γωνία. Επιμένει να προβληματίζεται για την έννοια της υποχρεωτικότητας και όχι για τις έννοιες της δικαιοσύνης, της ισονομίας, της πρόνοιας, της πρόβλεψης και της προνοητικότητας, της χρηστής διαχείρισης πόρων, της προσαρμογής σε μια νέα κανονικότητα όπως αυτή επιβάλλεται από την κλιματική αλλαγή.
Ίσως, λοιπόν, ήλθε η στιγμή πολιτεία, αγορά και ασφαλισμένοι να αναγνωρίσουν ότι από την υποχρεωτική ασφάλιση των κατοικιών όλοι θα κερδίσουν, και ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να ασφαλίσουν την περιουσία τους με πολύ χαμηλότερο κόστος από το σημερινό.