Άρθρο του κ. Φίλιππου Μυτιληναίου, που δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 55*
*Ο κ. Μυτιληναίου είναι Γενικός Γραμματέας του ΣΕΜΑ
Η προσαρμογή σε κάθε αλλαγή που επέρχεται στην αγορά αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τον επαγγελματία που επιθυμεί να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των εξελίξεων, αναβαθμίζοντας τη θέση και τον ρόλο του έναντι του πελάτη.
Πρόκειται για στοιχείο το οποίο, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χαρακτηρίζει και τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο, κατά την οποία η αγορά αλλάζει άρδην. Είναι γεγονός ότι η καθημερινότητα της διαμεσολάβησης, κυριολεκτικά, αναδομείται σε όλα τα επίπεδα.
Τρεις κεντρικές νομοθετικές παρεμβάσεις επαναπροσδιορίζουν τόσο τις σχέσεις των δικτύων πωλήσεων με τις ασφαλιστικές εταιρείες όσο και τον τρόπο με τον οποίο ο ασφαλισμένος συναλλάσσεται με την αγορά. Η αρχή έγινε με τη θεσμοθέτηση του νέου εποπτικού περιβάλλοντος, του Solvency II, το οποίο αναβάθμισε το πλαίσιο διασφάλισης της κεφαλαιακής επάρκειας των ασφαλιστικών εταιρειών.
Πέραν, φυσικά, των αυξημένων κεφαλαιακών υποχρεώσεων των ασφαλιστικών εταιρειών, οι αλλαγές που επήλθαν αφορούσαν και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ομίλων, κυρίως σε ζητήματα εσωτερικού ελέγχου, όπως και εταιρικής διακυβέρνησης. Τα νέα θεσμικά δεδομένα, όπως ήταν αναμενόμενο, επέδρασαν στις σχέσεις των ασφαλιστικών εταιρειών με τα δίκτυα πωλήσεων, σχέσεις για τις οποίες θεσπίστηκε ένα περισσότερο διαφανές πλαίσιο.
Μετρώντας ήδη δύο χρόνια εφαρμογής του Solvency II στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, η διαμεσολάβηση έχει πλέον προσαρμοστεί πλήρως στις νέες θεσμικές απαιτήσεις, όμως οι ανατροπές στην καθημερινότητα του κλάδου έχουν και συνέχεια, πρώτα με τον GDPR, τον κανονισμό περί διασφάλισης των προσωπικών δεδομένων και, εν συνεχεία, με την οδηγία IDD, που επανακαθορίζει το καθεστώς διάθεσης των ασφαλιστικών προϊόντων.
Όπως είναι γνωστό, o GDPR έθεσε στην αγορά νέους κανόνες διασφάλισης των προσωπικών δεδομένων, υποχρεώνοντας ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολάβηση να τροποποιήσουν τις διαδικασίες διαχείρισης των δεδομένων των πελατών τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις του νόμου.
Όσο για την IDD, που πλέον ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο, καθιερώνει μια νέα καθημερινότητα για τον διαμεσολαβητή και τον πελάτη του, όπως φυσικά και για τις σχέσεις του με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Ιδιαίτερα η IDD είναι αυτή που αναδομεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την ασφαλιστική αγορά σε επίπεδο δικτύων πωλήσεων, υποχρεώνοντας ασφαλιστικούς συμβούλους, συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, πράκτορες και μεσίτες να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία:
Πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, που απαιτεί χρόνο για την προσαρμογή του κλάδου σε αυτό, εξ ου και ο νομοθέτης ορίζει για κάποιες από τις διατάξεις του νέου νόμου περίοδο ανταπόκρισης έως και δύο χρόνια.
Όλες οι προαναφερόμενες προσαρμογές, σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτουν και αυξημένο λειτουργικό κόστος. Ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι η αγορά οδηγείται σε μια νέα «ημέρα», σε μια νέα πραγματικότητα, στην οποία θα έχουν θέση μόνο όσοι αποφασίσουν ότι αξίζει να προσαρμοστούν στις θεσμικές τους υποχρεώσεις, όποιες κι αν είναι αυτές, όσο απαιτητικές κι αν αποδειχθούν.
Στελέχη της αγοράς έχουν βέβαια εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για ορισμένες από τις θεσμικές απαιτήσεις που επιβάλλονται με τους κοινοτικούς κανονισμούς και τις κοινοτικές οδηγίες. Κάνουν λόγο για υπέρμετρη νομοθεσία και υπερβολική οικονομική επιβάρυνση της ασφαλιστικής αγοράς. Προφανώς και έχουν δίκιο, καθότι κάθε προσαρμογή κοστίζει στις εταιρείες, ιδιαίτερα όταν αυτές απαιτούν τη χρήση νέων τεχνολογιών, όταν βασίζονται στην ψηφιοποίηση κάθε διαδικασίας και συστήματος.
Όμως ας αναρωτηθούμε: Μήπως, τελικά, η ψηφιοποίηση αποτελεί προϋπόθεση ώστε οι επιχειρήσεις να μεταβούν στο μέλλον, να αναδομήσουν την ίδια τους την υπόσταση με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν και κυρίως να έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, στοιχείων και αρχείων;
Ας δεχθούμε, λοιπόν, ότι ο επαγγελματίας καλείται σήμερα να προσαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, διότι όσο η τεχνολογία αναβαθμίζεται τόσο ο ρυθμός εξέλιξής της θα επιταχύνεται. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση προσαρμογής του επαγγελματία στα νέα δεδομένα αποτελεί μονόδρομο.
Κάθε άλλη σκέψη, κάθε άλλη επιλογή ή εναλλακτική είναι βέβαιο ότι θα αποδειχθεί αναποτελεσματική. Το ασφαλιστικό περιβάλλον καθίσταται, σήμερα, περισσότερο απαιτητικό, πιο σύνθετο, αλλά και πιο ποιοτικό για τον ασφαλισμένο. Σε αυτό το περιβάλλον καλείται να δράσει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ανεξάρτητα από τη βαθμίδα στην οποία ανήκει. Διότι για τον ασφαλισμένο η αγορά είναι μία.
Τον ασφαλισμένο, στο τέλος της ημέρας, ένα ζήτημα τον απασχολεί: το πώς θα αισθάνεται ασφαλής. Σε αυτήν του την ανάγκη έχουμε όλοι χρέος να ανταποκριθούμε, βασίζοντας πλέον τη δράση και τις επιλογές μας σε ένα περισσότερο σύγχρονο ασφαλιστικό περιβάλλον, το οποίο στηρίζεται σε τρεις νομοθετικούς πυλώνες: το Solvency II, την IDD και τον GDPR.
Όσο για το DNA του κλάδου, οι νέες τεχνολογίες θα ρέουν σε μεγαλύτερες «δόσεις», κι όποιος αντέξει… Το ζητούμενο, λοιπόν, για όλους μας είναι αν θα δεχθούμε τη νέα πραγματικότητα και θα προσαρμοστούμε σε όσα αυτή επιβάλλει ή αν θα υποχρεωθούμε στη σταδιακή αποχώρησή μας από τον κλάδο.
Θέλω να πιστεύω ότι άπαντες θα επιλέξουμε, τελικά, την πρώτη εναλλακτική.