Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στην Ένωση Ασφαλιστικών Έταιρειών Έλλάδος στοιχεία, ο κλάδος των ασφαλίσεων Υγείας τα τελευταία χρόνια σημειώνει υψηλότατη ζήτηση. Η διαρκής αυτή αύξηση, σαφώς, συνδέεται με τους ανοδικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης της χώρας καθώς και την κλιμακούμενη ανάγκη των πολιτών για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, δηλαδή, υπηρεσίες υγείας που είναι απολύτως σύγχρονες και προσβάσιμες άμεσα και με απλές διαδικασίες. Πρόκειται για τάση η οποία θα διατηρηθεί και στο μέλλον, πάντα βέβαια με το δημόσιο δίκτυο να βρίσκεται στην καρδιά του Έθνικού Συστήματος Υγείας της χώρας.
Ο ασφαλιστικός κλάδος, ωστόσο, δέχεται εδώ και μεγάλο διάστημα ισχυρές πιέσεις από την εξαιρετικά μεγάλη αύξηση του κόστους αποζημιώσεων, ως συνέπεια της αυξημένης – τόσο από άποψη όγκου υπηρεσιών, όσο και σοβαρότητας των περιστατικών – ανάγκης για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας κατά τη μετά-covid περίοδο και την επιστροφή της κοινωνίας σε συνθήκες κανονικότητας. Πιέσεις, επίσης, ασκούνται και από τον εντονότατο πληθωρισμό που καταγράφεται στις μοναδιαίες τιμές των ιδιωτικών δευτεροβάθμιων ιατρικών υπηρεσιών και των ιατρικών υλικών.
Υπό πίεση – μολονότι όχι για τις ακριβώς ίδιες αιτίες – τελεί και το δημόσιο σύστημα περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης υγείας στη χώρα μας, το οποίο, ωστόσο, παρά τις όποιες παθογένειες και τα αναχρονιστικά στοιχεία που το χαρακτηρίζουν, προχώρησε σε έναν εξαιρετικά σημαντικό εκσυγχρονισμό σε ό,τι αφορά την αποζημίωση των νοσοκομειακών υπηρεσιών. Αναφερόμαστε, βέβαια, στην ανάπτυξη και εφαρμογή των εθνικών Diagnosis Related Group (Gr-DRG).
Τα DRG συνιστούν ένα δοκιμασμένο διεθνώς σύστημα κωδικοποίησης, που κατατάσσει τα διάφορα περιστατικά νοσηλείας σε κλινικά καθορισμένες ομάδες με παρόμοιο κόστος νοσηλείας. Κατά το σύστημα, δηλαδή, των DRG κάθε νοσηλεία τιμολογείται και αποζημιώνεται ως ένα τελικό προϊόν, ως ένα «πακέτο υπηρεσιών». Έτσι, μεταξύ άλλων, το σύστημα των DRG προάγει τη διαφάνεια και τον περιορισμό αθέμιτων πρακτικών, όπως η προκλητή ανάλωση πόρων, οι μη αιτιολογημένες χρεώσεις, η περιστολή της απάτης.
Προάγει, για να το πούμε πιο απλά, το “νοικοκύρεμα” στις οικονομικές λειτουργίες και συναλλαγές των νοσοκομείων με τους πληρωτές των νοσοκομειακών υπηρεσιών. Η διεθνής εμπειρία, μάλιστα, έχει δείξει ότι ο βαθμός επιτυχίας των συστημάτων DRG εξαρτάται άμεσα από το εύρος της εφαρμογής τους.
Στην Ελλάδα, τα εθνικά DRG ήδη τίθενται σε εφαρμογή στα δημόσια νοσοκομεία και σε δεύτερο χρόνο σχεδιάζεται να τεθούν και στις ιδιωτικές κλινικές, αλλά μόνο στο πλαίσιο της αποζημίωσής τους από τον ΕΟΠΥΥ.
Σχετική πρωτοβουλία για εφαρμογή ενιαίας εφαρμογής της κωδικοποίησης των εθνικών μας DRG στις συναλλαγές των ιδιωτικών θεραπευτηρίων ανεξαρτήτως πληρωτή (ΕΟΠΥΥ, ιδιώτες, ασφαλιστικές εταιρείες) δεν υφίσταται. Για αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει οπωσδήποτε να διευκρινιστεί ότι, μιλώντας για καθολική ή ενιαία εφαρμογή των εθνικών DRG, δεν εννοούμε τη διατίμησή τους. Εννοούμε αμιγώς τη χρήση της εθνικής κωδικοποίησής τους, ώστε οι νοσηλείες να τιμολογούνται και να αποζημιώνονται ως «πακέτα υπηρεσιών», ως τελικά προϊόντα.
Το συγκεκριμένο συνιστά κρίσιμο θέμα, όχι μόνο για τον ΕΟΠΥΥ, αλλά για κάθε χρήστη και πληρωτή των υπηρεσιών υγείας, και πρώτα απ’ όλα τους ίδιους τους πολίτες που καταφεύγουν στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια και έρχονται αντιμέτωποι με απίστευτα υψηλές και «δυσνόητες» δαπάνες υγείας.
Αντίστοιχα κρίσιμο είναι το ίδιο θέμα και για την ασφαλιστική βιομηχανία στη χώρα μας και ειδικά για την τόνωση της αναπτυξιακής της πορείας. Και είναι κρίσιμο, καθώς ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης, που λειτουργεί με όρους πλήρους ανταγωνισμού, προμηθεύεται υπηρεσίες από μια ολιγοπωλιακά – με όσα ευνόητα αυτό σημαίνει – διαρθρωμένη ιδιωτική αγορά δευτεροβάθμιων υπηρεσιών υγείας. Κάθε ασφαλιστική εταιρεία, λοιπόν, διαπραγματεύεται μεμονωμένα για το δικό της χαρτοφυλάκιο με καθέναν από τους “ολίγους” ομίλους ιδιωτικών κλινικών, που εμμένουν στο αναχρονιστικό και λιγότερο, εν σχέσει προς τα DRG, διαφανές και αδιαμφισβήτητο σύστημα της «κατά πράξη και περίπτωση» αποζημίωσης. Με τέτοια ποιοτική διαφοροποίηση ως προς τη διάρθρωση των δύο κλάδων, νομίζουμε ότι όρος “διαπραγμάτευση” μάλλον δεν είναι ακριβής.
Αντίθετα, η από πλευράς της Πολιτείας προώθηση της γενικευμένης εφαρμογής του συστήματος των εθνικών DRG, χωρίς να θίγει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αφού, όπως εξηγήθηκε, δεν τίθεται θέμα καθορισμού τιμών, αλλά μόνο ενιαίας χρήσης της κωδικοποίησής τους ως συστήματος τιμολόγησης και αποζημίωσης, θα αποτελούσε δραστικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η καθολική εφαρμογή των εθνικών DRG θα συντελέσει στην απαιτούμενη διαφάνεια στις οικονομικές συναλλαγές των παρόχων νοσοκομειακών υπηρεσιών όχι μόνο με τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά, κυρίως, με τους μεμονωμένους πολίτες που νοσηλεύονται με ιδιωτική τους δαπάνη. Με αυτόν τον τρόπο, η ενιαία εφαρμογή των εθνικών DRG θα συμβάλει δραστικά και στον εξορθολογισμό της υπέρμετρα υψηλής αμιγώς ιδιωτικής δαπάνης υγείας στη χώρα, η οποία διαχρονικά αγγίζει το 35% της συνολικής εθνικής δαπάνης και είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Άμεση παρέμβαση, ωστόσο, απαιτείται και στο ζήτημα του φόρου 15% με το οποίο επιβαρύνονται τα ασφάλιστρα υγείας. Ο φόρος επί των ασφαλίστρων, εάν λάβει κάποιος υπόψη τη μεγάλη αποφόρτιση που προσφέρει η ιδιωτική ασφάλισης στο δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά και το μέγεθος της συμβολής της ιδιωτικής ασφάλισης στον κύκλο εργασιών του ιδιωτικού τομέα υγείας, συνιστά, στην ουσία, φορολόγηση μιας υπηρεσίας, η οποία στηρίζει τον κρατικό προϋπολογισμό. Ζητάμε, λοιπόν, απαλλαγή των ασφαλίστρων από το συγκεκριμένο φόρο, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη ροή ασφαλισμένων στον κλάδο Υγείας, να αποφορτιστεί σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο σύστημα υγείας, να πριμοδοτηθεί η ανάπτυξη και στους δύο κλάδους και, εν τέλει, να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Ζήτημα, εντούτοις, υφίσταται και με την επιβολή ΦΠΑ 24% επί των υπηρεσιών που παρέχονται από τις ιδιωτικές κλινικές. Για ένα αγαθό τόσο ζωτικής σημασίας, όπως η υγεία, και με τις αποδεδειγμένες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος, η επιβάρυνση των ιδιωτικών υπηρεσιών με 24% φόρο είναι δυσβάσταχτη. Οι υπηρεσίες υγείας πρέπει να επιστρέψουν εκεί όπου ήταν πριν από λίγα χρόνια, όταν δεν επιβαρύνονταν με ΦΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι, ειδικά σε ό,τι αφορά τον κλάδο που εκπροσωπούμε, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν καταβάλλουν ανάλογο φόρο και άρα δεν έχουν τη δυνατότητα συμψηφισμού, με αποτέλεσμα ο ΦΠΑ να λογίζεται ως κόστος αποζημίωσης, το οποίο έχει σοβαρό αντίκτυπο στο αποτέλεσμα του δείκτη ζημιών και κατά συνέπεια στο κόστος της ασφάλισης.
Τέλος, τις ασφαλιστικές εταιρείες απασχολεί έντονα το πρόβλημα που έχει ανακύψει για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι, με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τον Ατομικό Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας, στερούνται του αυτονόητου δικαιώματός τους να κάνουν χρήση των δεδομένων τους που τηρούνται στον φάκελο αυτό για σκοπούς εξυπηρέτησης ιδίων συμφερόντων, όπως, ενδεικτικά, η σύναψη ιδιωτικής ασφάλισης ή ο διακανονισμός ασφαλιστικής αποζημίωσής τους.
Όλα τα ανωτέρω αποτελούν ζητήματα τα οποία η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος θα θέσει προς συζήτηση με τη νέα Κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι η «θεραπεία» τους σε θεσμικό επίπεδο θα αποφέρει οφέλη στην κοινωνία, την οικονομία και το δημόσιο ταμείο της χώρας μας.