Η χρονιά που πέρασε ξεκίνησε με εξαιρετικές προοπτικές, εισφέροντας κύματα ενθουσιασμού και αναπτυξιακών σχεδίων σε κάθε τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τα απόνερα της πανδημίας, όμως, και οι έντονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στα σύνορα της Ευρώπης ανέστειλαν προσωρινά τη δυναμική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, δημιουργώντας ανασφάλεια προς κάθε κατεύθυνση.
Οι πληθωριστικές τάσεις ακολούθησαν ανοδική πορεία καθώς, η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση που πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν δείχνει, ακόμη και σήμερα, σημάδια αποκλιμάκωσης. Εν τούτοις, οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στην κατεύθυνση της συγκράτησης του πληθωρισμού οδήγησαν στη διαφαινόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και άλλων πρώτων υλών από τα υψηλά που σημειώθηκαν τους προηγούμενους μήνες.
Πάραυτα, η ελληνική οικονομία παραμένει περισσότερο ευάλωτη στις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησής της από εισαγωγές ενεργειακών αλλά και μη ενεργειακών αγαθών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της τρέχουσας κρίσης. Ωστόσο, αρχίζει πλέον να επωφελείται από την υποχώρηση των διεθνών τιμών ενέργειας και πρώτων υλών.
Σε κάθε περίπτωση, οι αισιόδοξες αυτές τάσεις θα απαιτήσουν χρόνο για να οδηγήσουν στην ουσιαστική επιβράδυνση του εγχώριου πληθωρισμού, και πάντως μετά το πρώτο τρίμηνο του 2023, καθώς η επίδρασή τους αποδίδει σταδιακά. Κι εδώ, αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι η οικονομία της χώρας εμφανίζει περιορισμένους κίνδυνους δευτερογενών επιδράσεων στις τιμές που θα μπορούσαν να παρατείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, και βέβαια, η ευελιξία της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι σημαντικά υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης, μετά τις πολυετείς αναδιαρθρώσεις.
Με τον επιχειρηματικό κόσμο να τηρεί στάση αναμονής, η ασφαλιστική αγορά συνεχίζει να κινείται καθώς αποδεικνύεται εμφατικά -εν μέσω μιας νέας κρίσης- η πραγματική αξία του κλάδου, συντηρώντας σταθερά την τάση ανάπτυξης που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγείας. Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι πολίτες συνειδητοποίησαν κατά την περίοδο της πανδημίας την αξία της ιδιωτικής ασφάλισης και της πρόληψης για την προστασία της υγείας τους, αναζητώντας εξειδικευμένη πληροφόρηση προκειμένου να προχωρήσουν στην απόκτηση προγραμμάτων υγείας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Το στοίχημα πλέον για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς είναι να συντηρήσουν αυτή την ανοδική πορεία στην υγεία, επενδύοντας στην κατανόηση της σημασίας του ασφαλιστικού πλέγματος από τους πολίτες ως αυταξία, αποσυνδέοντάς το από την πανδημική κρίση.
Αντίστοιχη κινητικότητα παρατηρείται και στον κλάδο περιουσίας καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον αισθητές και στη χώρα μας, όπως γίνεται σαφές από την εμφάνιση υψηλής έντασης και συχνότητας φυσικών φαινομένων. Τα δύο τελευταία χρόνια ο ασφαλιστικός τομέας έχει καταβάλει ποσά αποζημιώσεων εκατομμυρίων ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών που προήλθαν είτε από πυρκαγιές και πλημμύρες είτε από την έντονη σεισμική δραστηριότητα που εμφανίζει η Ελλάδα.
Επιπλέον, οι ασφαλιστικές εταιρείες επέδειξαν εξαιρετική ευελιξία στον κλάδο αυτοκινήτου, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της πανδημίας, μειώνοντας τα ασφάλιστρα προς όφελος των ασφαλισμένων τους, έχοντας λάβει υπόψιν τον περιορισμό στις μετακινήσεις.
Σήμερα, ακόμη και μετά την επιστροφή της ζωής σε μια κανονικότητα που σχεδόν επιβάλει τη χρήση αυτοκινήτου, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στους ιδιοκτήτες οχημάτων, δεν προχώρησαν σε σημαντικές αυξήσεις -παρά τις καταγεγραμμένες πληθωριστικές τάσεις- προστατεύοντας το εισόδημα των πολιτών.
Ασφαλώς, τα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο θα επιφέρουν μία «σκλήρυνση της αγοράς» καθώς η αύξηση των απαιτήσεων κάτω από την απειλή του πληθωρισμού και η καθήλωση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, θα δημιουργήσουν νέα δεδομένα. Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα χρειαστεί -προκειμένου να μετριάσουν τον κίνδυνο του αυξημένου πληθωρισμού και των τεκτονικών αλλαγών σε όλο το φάσμα της οικονομίας- να αναθεωρήσουν τον στρατηγικό τους σχεδιασμό με σκοπό να εξισορροπήσουν τις όποιες αυξήσεις στις αποζημιώσεις ή στα λειτουργικά τους έξοδα, προχωρώντας σε μελετημένες αντασφαλιστικές κινήσεις και επενδύσεις.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις ανάγκες των ασφαλισμένων ώστε οι παρεχόμενες λύσεις να είναι προσωποποιημένες, ευέλικτες και σύγχρονες. Σε αυτόν το σχεδιασμό, η συμμετοχή των διαμεσολαβητών είναι καθοριστική σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των ασφαλισμένων εν γένει, κυρίως όμως σε ό,τι απαιτείται για την εξεύρεση μοναδικών λύσεων για κάθε πολίτη. Υπό αυτό το πρίσμα, καθίσταται σαφές ότι στο σύγχρονο ρευστό περιβάλλον η απόκτηση ασφαλιστικών προγραμμάτων αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη επιλογή προστασίας και φροντίδας για ό,τι είναι σημαντικό για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Ταυτόχρονα, είναι και μια σπουδαία στιγμή για τον ασφαλιστικό χώρο αρκεί να αντιληφθεί την ευκαιρία και να την αξιοποιήσει προκειμένου να εξελιχθεί και να κάνει το άλμα για το μέλλον της Ασφάλισης.