Ο αγροτικός τομέας συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία, την περιφερειακή ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και τη διατροφή του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, ανέκαθεν αποτελούσε ένα δομικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας καθώς και ένα συστατικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας και ανάπτυξης. Σε μία περίοδο που κρίνεται αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ο ρόλος του αγροτικού τομέα είναι ζωτικής σημασίας.
Ο κλάδος τροφίμων και αγροτικών προϊόντων ανέκαθεν ήταν από τους σημαντικότερους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας. Από το ελαιόλαδο μέχρι τα προϊόντα αλευροποιίας, το μέλι, τα επεξεργασμένα κρέατα και τα έτοιμα γεύματα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αξιοποιήσει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που τους έχουν προσφερθεί από την ελληνική πρωτογενή παραγωγή, προκειμένου να εισέλθουν στις παγκόσμιες αγορές, καθιστώντας την παραγωγή τροφίμων και αγροτικών προϊόντων ως έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής μεταποίησης.
Στα προσεχή έτη, η αγορά τροφίμων και αγροτικών προϊόντων αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, καθοδηγούμενη κυρίως από τις τάσεις τις αγοράς, όπως η στροφή προς οργανικά και φυσικά συστατικά, η καθιέρωση της Μεσογειακής διατροφής ως κορυφαίο παράδειγμα υγιεινής, φυσικής διατροφής, η ανάπτυξη συνεργατικών σχηματισμών καινοτομίας και έρευνας και η ανάπτυξη σε εξειδικευμένους τομείς τροφίμων, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, το έργο ερευνητικών και ακαδημαϊκών ινστιτούτων και το ενδιαφέρον μεγάλων βιομηχανιών για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών.
Παραδοσιακά, τα εισοδήματα των Ελλήνων αγροτών εξαρτώνται κατά μεγάλο ποσοστό από τις ενισχύσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Όμως, αυτό που είναι σημαντικό για τη διασφάλιση των εισοδημάτων, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και, συνεπακόλουθα, η μείωση της υπέρμετρης εξάρτησής τους από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Εξάλλου, οι ενισχύσεις αυτές είναι μειωμένες στην περίοδο 2021-2027, με πιθανότητα να μειωθούν έως και 40%, όταν ισχύσει η αναλογική κατανομή των άμεσων ενισχύσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ.
Έχει γίνει πλέον αντιληπτή η ανάγκη της παραγωγικής αναβάθμισης της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, ξεκινώντας από τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης – μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των αγροτών μας διαθέτει τέτοια εκπαίδευση – και την ενίσχυση των επενδύσεων.
Απαιτούνται παρεμβάσεις, με την ενίσχυση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και του Ταμείου Ανάκαμψης, για τη μείωση του κόστους παραγωγής, την κατάρτιση των αγροτών σε καινοτομικές και περιβαλλοντικά φιλικές μεθόδους παραγωγής, την ορθολογική διαχείριση των εκμεταλλεύσεων με χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, την ενίσχυση των επιχειρηματικών ατομικών και συλλογικών πρωτοβουλιών (ομάδων παραγωγών και συνεταιρισμών) και την ανάπτυξη των πιο δυναμικών κλάδων του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα, ακολουθώντας τις τάσεις της εγχώριας και της διεθνούς αγοράς.
Στο νέο μοντέλο λειτουργίας του πρωτογενούς τομέα θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην αναγκαία για τη χώρα παραγωγή και στην επιβαλλόμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση «πράσινη μετάβαση».
Βιώσιμη γεωργία είναι ένας παραγωγικός, ανταγωνιστικός και αποτελεσματικός τρόπος να παραχθούν ασφαλή αγροδιατροφικά προϊόντα, προστατεύοντας και αναπτύσσοντας ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των τοπικών κοινοτήτων. Κοινωνικοί, οικονομικοί και οικολογικοί παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν, αναπτύσσοντας μια σχέση αλληλεπίδρασης αλλά και αλληλεξάρτησης. Η αγροτική παραγωγή αντιμετωπίζει στις μέρες μας μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις όπως, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, η εξάντληση των φυσικών πόρων, η αύξηση του κόστους της ενέργειας, οι έντονες κλιματικές αλλαγές.
Το 2021 οριστικοποιήθηκε η Κοινή Αγροτική Πολιτική, καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μέσω του οποίου θα ενεργοποιηθούν για τον αγροτικό τομέα σημαντικά κονδύλια, που θα κατευθυνθούν στην καινοτομία, την πράσινη μετάβαση, τον εκσυγχρονισμό του πρωτογενούς τομέα, την αναδιάρθρωση καλλιεργειών, τη γενετική βελτίωση ζώων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, αποτελούν τα χρηματοδοτικά εκείνα εργαλεία που θα βοηθήσουν στην ανόρθωση του αγροτικού τομέα.
Στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα, όσον αφορά στην απόδοση παραγωγής, βρίσκεται σε χαμηλή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία). Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται, παράλληλα, ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα.
Ο αγροτικός τομέας αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς καλείται να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ανταγωνιστικός στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η διετία 2022-2023, θεωρείται ως πιο κρίσιμη για την υλοποίηση των έργων.
Ο πρωτογενής τομέας της χώρας, ο οποίος ήταν ανθεκτικός την περίοδο της οικονομικής κρίσης και άντεξε και μέσα στην πανδημία, θα αποτελέσει έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον. Έως σήμερα, έχει εμφανίσει σημαντικές αντιστάσεις και προσαρμοστικότητα και τώρα έχει την ευκαιρία να πάει ένα βήμα παραπέρα και να πετύχει μία θετική προοπτική.