Άρθρο του κ. Ηρακλή Δασκαλόπουλου που δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 50*
*Ο κ. Δασκαλόπουλος είναι Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Ασφαλιστικής
Στη χώρα μας, εδώ και δεκαετίες, συνεχώς εθελοτυφλούμε σχετικά με το περίφημο συνταξιοδοτικό πρόβλημα και τις δυνατότητές επίλυσής του.
Θεωρούμε ότι είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν αξιοπρεπείς συντάξεις για τις ερχόμενες γενιές αποκλειστικά και μόνο με βάση το υφιστάμενο αναδιανεμητικό σύστημα, όταν ήδη η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους αγγίζει τη μονάδα και οι προβλέψεις για τη γήρανση του πληθυσμού είναι από τις χειρότερες παγκοσμίως.
Επιμένουμε, λοιπόν, στη συχνή εφαρμογή κοντόφθαλμων σχεδίων, που ενίοτε βαπτίζονται «αναμόρφωση του ασφαλιστικού», τα οποία το μόνο που κάνουν, στην ουσία, είναι να αλλάζουν παραμέτρους του αναδιανεμητικού συστήματος και, τελικώς, να οδηγούν σε μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις εισφορών.
Η αλλαγή των κανόνων λειτουργίας του ενός και μοναδικού «πυλώνα» χρηματοδότησης των συντάξεων όμως δεν αποτελεί αναμόρφωση. Πραγματική αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού, και μάλιστα μοναδικός δρόμος προς την ενίσχυση της βιωσιμότητάς του, θα ήταν η εισαγωγή και άλλων πυλώνων χρηματοδότησης, που θα λειτουργούσαν κεφαλαιοποιητικά, κατά το γενικώς, πλέον, παραδεκτό πρότυπο των «τριών πυλώνων» της World Bank. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, τέτοια αναμόρφωση δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Ο δεύτερος πυλώνας, ή αλλιώς η επαγγελματική ασφάλιση, θεσμοθετήθηκε με πρόχειρο και λανθασμένο τρόπο και ποτέ δεν λειτούργησε στην έκταση που έπρεπε ώστε να έχει ουσιαστική συμβολή στη χρηματοδότηση των μελλοντικών παροχών. Ταυτόχρονα, ο τρίτος πυλώνας δηλαδή τα συνταξιοδοτικά προγράμματα της ιδιωτικής ασφάλισης παραμένει καθηλωμένος σε χαμηλά μεγέθη σε σχέση με αυτά που συναντώνται στις άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Ένα από τα βασικότερα αίτια για τη σχετική υστέρηση του κλάδου συντάξεων είναι ότι, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, απευθυνόταν σε ένα σχετικά μικρό τμήμα του πληθυσμού, συνήθως περισσότερο εύπορο και συχνά με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τον μέσο όρο, σε πολίτες που αντιλαμβάνονταν ότι κατά τη συνταξιοδότησή τους η βασική κοινωνική σύνταξη θα ήταν πολύ χαμηλότερη από τις συνήθεις αποδοχές τους και έπρεπε να τη συμπληρώσουν.
Ας μην ξεχνάμε ότι με τις συνταξιοδοτικές διατάξεις που ίσχυαν πριν εκδηλωθεί η οικονομική κρίση, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απολάμβανε ή περίμενε ότι θα απολαμβάνει σύνταξη από τους κοινωνικούς φορείς με ύψος ανάλογο των εισοδημάτων του προ της συνταξιοδότησης.
Σήμερα, όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να αναμένουν τα ποσοστά αναπλήρωσης του παρελθόντος και ότι αν δεν αποταμιεύσουν συστηματικά και πειθαρχημένα για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της ιδιωτικής ασφάλισης ώστε να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, θα βρεθούν μπροστά σε σοβαρή μείωση του βιοτικού τους επιπέδου κατά τη συνταξιοδότηση.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι, για το σύνολο σχεδόν των πολιτών, το διαθέσιμο εισόδημα είναι σήμερα χαμηλότερο από ό,τι λίγα χρόνια πριν, οδηγώντας πολλούς σε αναβολή της απόφασης για απόκτηση συνταξιοδοτικής ασφάλισης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας διαθέτει τις κατάλληλες λύσεις για τους πολίτες που θα την εμπιστευθούν. Αξιόπιστα και αποδοτικά αποταμιευτικά-συνταξιοδοτικά προγράμματα διατίθενται τόσο σε ατομική όσο και σε ομαδική βάση και αποτελούν σήμερα τα καταλληλότερα «εργαλεία» για να εξασφαλίσει κάποιος ένα πρόσθετο εισόδημα, που θα του επιτρέψει να έχει μια αξιοπρεπή, ή ακόμη και άνετη, διαβίωση όταν αποχωρήσει από τον στίβο της εργασίας.
Η επιλογή είναι απλούστερη από ποτέ, καθώς οι νέες ρυθμίσεις για την προστασία και την καλύτερη ενημέρωση του ασφαλισμένου που υιοθετούνται πανευρωπαϊκά καθιστούν τα ασφαλιστικά προϊόντα περισσότερο διαφανή και κατανοητά στον μέσο καταναλωτή.
Ταυτόχρονα, η ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό παράδειγμα, βελτιώνει διαρκώς τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της.
Το νέο εποπτικό πλαίσιο Solvency II, παρά το πρόσθετο κόστος λειτουργίας που αναμφίβολα φέρει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι αυξάνει την οικονομική ευρωστία τους, ενώ δίνει τη δυνατότητα στις εποπτικές αρχές να παρέμβουν έγκαιρα στην περίπτωση που κάποια επιχείρηση δεν ακολουθεί τις αρχές της βέλτιστης λειτουργίας.
Μπορεί η ασφαλιστική αγορά να έχει τις κατάλληλες λύσεις για την εξασφάλιση πρόσθετης σύνταξης, αλλά οι τρέχουσες φορολογικές ρυθμίσεις δεν βοηθούν ώστε αυτές να είναι προσιτές από όλους τους πολίτες. Ενώ ορθά η Πολιτεία έχει θεσπίσει απαλλαγή από τη φορολογία των εισφορών σε ομαδικά συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια, δεν ισχύει ανάλογη ρύθμιση για τα ατομικά συνταξιοδοτικά. Τα ομαδικά συνταξιοδοτικά, σχεδόν πάντοτε, συνάπτονται από μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Η ελληνική οικονομία όμως απαρτίζεται από μικρές, ως επί το πλείστον, επιχειρήσεις, όπως και αυτοαπασχολουμένους. Έτσι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού το οποίο θα στρεφόταν σε ατομικά συνταξιοδοτικά συμβόλαια δεν μπορεί να τύχει της ίδιας φοροαπαλλαγής για τα ασφάλιστρα που καταβάλλει.
Για το θέμα της φορολογικής αντιμετώπισης των συνταξιοδοτικών ασφαλίσεων, αλλά και τον γενικότερο ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης ως τρίτου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος, η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών έχει αναπτύξει μια σειρά από προτάσεις βασισμένες στη διεθνή εμπειρία, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Οι προτάσεις αυτές, εφόσον εφαρμοσθούν, θα λειτουργήσουν πρωτίστως επ’ ωφελεία της κοινωνίας, επιτρέποντας ταυτόχρονα στην αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης να αναλάβει με επιτυχία ένα μέρος του συνολικού βάρους χρηματοδότησης των συντάξεων των μελλοντικών γενεών.