Την πορεία και τις προοπτικές του κλάδου Εστίασης χαρτογραφεί κλαδική μελέτη «Αλυσίδες γρήγορης εστίασης», που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε. στο πλαίσιο της σειράς των μελετών αγοράς που φέρουν τη διακριτική ονομασία «Κλαδικές Στοχεύσεις».
Όπως προκύπτει από το σχετικό υλικό, η αγορά των αλυσίδων γρήγορης εστίασης παρουσιάζει ανάκαμψη από το 2014 και έπειτα, ύστερα από μία τριετία (2011-2013) σημαντικής μείωσης των πωλήσεών τους, λόγω της πρωτόγνωρης οικονομικής ύφεσης. Σημειώνεται ότι, η εν λόγω αγορά δεν επλήγη διαχρονικά όσο άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι αλυσίδες του κλάδου αποτελούν συγκριτικά φθηνότερο τρόπο εστίασης και ψυχαγωγίας και ταυτόχρονα «ανταποκρίνονται» στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Η ανάπτυξη της αγοράς από το 2014, οφείλεται ως ένα βαθμό και στην αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως εργαλεία marketing, καθώς και της «επένδυσης» σε ψηφιακές εφαρμογές εύκολης παραγγελιοληψίας για την ευκολία (convenience) στην προσέγγιση των καταναλωτών.
Όσον αφορά το 2020, η υγειονομική και οικονομική κρίση που προέρχεται από την πανδημία του Covid-19 έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εξεταζόμενη αγορά, κυρίως λόγω της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων. Ωστόσο, το takeaway και η δυνατότητα delivery περιόρισαν, έως ένα βαθμό, τις «απώλειες» σε επίπεδο πωλήσεων των αλυσίδων γρήγορης εστίασης. Εκτιμάται ότι, η εν λόγω ανάσχεση θα έχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα καθώς η προβλεπόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα επιδράσει θετικά στην εν λόγω αγορά.
Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλυσίδων γρήγορης εστίασης υπολογίζεται σε €492,7 εκατ. το 2020, με το Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) να διαμορφώνεται σε -3,3% την περίοδο 2011-2020. Σημειώνεται ότι, ο ΜΕΡΜ της περιόδου 2014-2019 διαμορφώθηκε σε 2,6%, σε αντίθεση με το ΜΕΡΜ της περιόδου 2011-2013 που ήταν -11,4%. Μεσοπρόθεσμα, η εγχώρια αγορά, σε αξία, προβλέπεται ότι θα κινηθεί ανοδικά με το Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) να ξεπερνά το 5% τη χρονική περίοδο 2021-2023.
Ταυτόχρονα, ο Κλάδος «δέχεται» πιέσεις και από τη λειτουργία μεμονωμένων καταστημάτων και αλυσίδων αρτοποιείων, τα οποία φαίνεται να έχουν αποσπάσει μερίδιο αγοράς. Στην ελληνική επικράτεια δραστηριοποιούνται 20 περίπου αλυσίδες γρήγορης εστίασης, οι οποίες λειτουργούν περισσότερα από 800 καταστήματα, εκ των οποίων πάνω από τα 2/3 βρίσκονται στο νομό Αττικής. Οι αλυσίδες snack-sandwich και πίτσας κατέχουν τα 3/4 περίπου της συνολικής αγοράς, σε αξία.
Όσον αφορά τη διεθνή αγορά, οι συνολικές πωλήσεις των δέκα (10) μεγαλύτερων αλυσίδων γρήγορης εστίασης στις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα $136,4 δισ. το 2019, ενώ των δέκα (10) μεγαλύτερων ομίλων εστίασης στην Ευρώπη στα €68,9 δισ. το ίδιο έτος.
Οι βασικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση στην εξεταζόμενη αγορά είναι οι οικονομικές συνθήκες, ο σύγχρονος τρόπος διαβίωσης, οι διατροφικές τάσεις, οι τρόποι προώθησης – marketing, οι δημογραφικοί παράγοντες και ο εισερχόμενος τουρισμός.
Ο ανταγωνισμός είναι έντονος και εντοπίζεται κυρίως μεταξύ των υφιστάμενων επιχειρήσεων ίσης δυναμικότητας και μεγέθους σε μία αγορά η οποία παρουσιάζει ανάκαμψη από το 2014 και έπειτα. Ο ανταγωνισμός εστιάζεται στην ανάπτυξη ισχυρών και αναγνωρίσιμων brands, μέσω στοχευμένων στρατηγικών marketing και προώθησης που αξιοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία, καθώς και σε ανταγωνισμό τιμών-προσφορών.
Ταυτόχρονα, τα εμπόδια εξόδου από τον Κλάδο θεωρούνται σημαντικά, δεδομένων των υψηλών απαιτούμενων κεφαλαίων για την ανάπτυξη των δικτύων καταστημάτων, κάτι το οποίο αυξάνει την ένταση του ανταγωνισμού.Τα καταστήματα αλυσίδων γρήγορης εστίασης μπορεί να υποκατασταθούν από μεμονωμένα καταστήματα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις προτιμώνται από τους καταναλωτές, είτε λόγω ευκολίας στην πρόσβαση (με φυσική παρουσία), είτε λόγω προσωπικών σχέσεων που έχουν δομήσει με συνοικιακά καταστήματα εστίασης. Ο βαθμός υποκατάστασης δεν θεωρείται ωστόσο πολύ υψηλός, καθώς οι αλυσίδες έχουν «επενδύσει» στην ανάπτυξη ισχυρών brands που «ελκύουν» τους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να δημιουργήσουν έντονο ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών – προσφορών έναντι των μεμονωμένων καταστημάτων.
Όσον αφορά τη δομή της αγοράς, ο Κλάδος χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία επιχειρήσεων που διαθέτουν ισχυρά brands, κυρίως ελληνικής προέλευσης. Ωστόσο, στην κατηγορία των burgers δραστηριοποιούνται λίγες επιχειρήσεις με σημαντικά brands που προέρχονται από το εξωτερικό. Χαρακτηριστικό του Κλάδου είναι η εμφάνιση νέων εγχώριων εμπορικών σημάτων που προσπαθούν να αναπτυχθούν με τη μέθοδο franchising. Σημειώνεται, επίσης, η έξοδος σημαντικών εμπορικών σημάτων από την ελληνική αγορά εστίασης τα τελευταία έτη.
Παράλληλα, οι υφιστάμενες εταιρείες παρουσιάζουν νέα concepts, με επιρροή από τις σύγχρονες διατροφικές τάσεις, προσπαθώντας να απευθυνθούν σε περισσότερους καταναλωτές αλλά και να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές. Αξίζει να αναφερθεί ότι, η νέα τάση για vegan διατροφή εξαπλώνεται ραγδαία, με αποτέλεσμα αρκετές αλυσίδες να έχουν εντάξει στο μενού τους vegan γεύματα, με στόχο την προσέλκυση περισσότερων πελατών. Επίσης, οι αλυσίδες γρήγορης εστίασης χρησιμοποιούν καινοτόμες πρακτικές marketing που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ψηφιακές τάσεις –όπως online πλατφόρμες παραγγελίας, smartphone applications και social media.
Ιδιαίτερα μετά την πανδημία του Covid-19 και των μέτρων περιορισμού που εφαρμόστηκαν, η περαιτέρω αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας κρίνεται αναγκαία, λόγω της φύσης του εξεταζόμενου κλάδου. Η ψηφιακή καινοτομία αποτελεί στρατηγικό πυλώνα, καθώς πλέον η γαστρονομική εμπειρία του καταναλωτή είναι ηλεκτρονική. Ταυτόχρονα, η στροφή στο delivery αποτελεί ισχυρή τάση, καθώς αποτέλεσε το μόνο μόνιμα ανοιχτό κανάλι στην εστίαση την περίοδο της πανδημίας.
Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική ανάλυση του Κλάδου, αν και δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική, λόγω της σύνθεσης των εσόδων των επιχειρήσεών του, ωστόσο σημειώνεται ότι, ο Κλάδος εμφανίζει σημαντική εξάρτηση από ξένα κεφάλαια, ωστόσο τη διετία 2018-2019 η κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων του Κλάδου βελτιώθηκε αισθητά. Ο δείκτης Υποχρεώσεις/EBITDA δείχνει την ιδιαίτερη προσοχή που πρέπει να δοθεί από τις επιχειρήσεις αυτές, όσον αφορά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.
Το EBITDA (%) του Κλάδου διαμορφώνεται σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα την τετραετία 2016-2019, αλλά ωστόσο δεν δύνανται να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα λόγω της σύνθεσης των εσόδων των εξεταζόμενων επιχειρήσεων. Οι τιμές του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών, αν και παρουσιάζουν βελτίωση τη διετία 2018-2019, δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις του εξεταζόμενου κλάδου παραμένουν «ευπρόσβλητες» σε πιθανές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος.
Ο βαθμός ικανότητας των επιχειρήσεων του Κλάδου στη χρησιμοποίηση των ιδίων και συνολικών απασχολουμένων κεφαλαίων καθώς και η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών, είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών δεικτών αποδοτικότητας τη διετία 2018-2019 σε σχέση με την προηγούμενη εξεταζόμενη περίοδο 2013-2017. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην εμφάνιση κερδών που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη αύξηση των πωλήσεων σε σχέση με την αύξηση του κόστους πωληθέντων τη διετία 2018-2019, αναδεικνύοντας την προσπάθεια των επιχειρήσεων του Κλάδου και για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους.