Στο 10,7% του ΑΕΠ υπολογίζεται η συνεισφορά του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία. ενώ προσμετρώντας και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά κυμαίνεται μεταξύ 22,6%-27,3% του ΑΕΠ (στοιχεία 2017).
Όπως αναφέρει σε έρευνά της για τον κλάδο η Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσαεων Α.Ε., τα έσοδα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων υπολογίζονται σε €6.068 εκατ. το 2018, παρουσιάζοντας αύξηση 1,2% σε σχέση με το 2017 και Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) 2% την περίοδο 2010-2018.
Όπως σημειώνει ο Διευθύνων Σύμβουλος της Στόχασις, Βασίλης Ρεγκούζας, η εξεταζόμενη αγορά, από το 2010 έως το 2015, εκτός του 2012, «κινείται» αντίθετα από την πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ ακολουθούν την ίδια πορεία τη διετία 2017-2018. Η εξεταζόμενη αγορά επηρεάζεται κυρίως από τη ζήτηση από το εξωτερικό. Όσον αφορά το 2016, η μείωση που παρουσιάζεται οφείλεται κυρίως στη μειωμένη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση.
Η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στο παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε σε $2,75 τρισ. το 2018
Βασίλης Ρεγκούζας, Διευθύνων Σύμβουλος της Στόχασις
Το μέσο έσοδο ανά ξενοδοχειακή μονάδα εκτιμάται σε 615 χιλ. ευρώ το 2018 και δεν παρουσίασε αξιόλογη μεταβολή σε σχέση με το 2017. Το 70% περίπου των εσόδων των ξενοδοχείων προέρχεται από την ενοικίαση δωματίων. Τα έσοδα από τρόφιμα και ποτά αντιστοιχούν στο 20% περίπου, ποσοστό το οποίο διαφοροποιείται μεταξύ των ξενοδοχείων Αττικής και Περιφέρειας. Η χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων του κλάδου βελτιώθηκε την τετραετία 2014-2017 και ιδιαίτερα την τελευταία εξεταζόμενη διετία (2016-2017), σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, παρά τη μικρή επιδείνωσή της το 2015, ως αποτέλεσμα της ανόδου του τουρισμού.
Βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου στην Ελλάδα είναι η έντονη εποχικότητα, η οποία οφείλεται στα χαρακτηριστικά του τουριστικού προϊόντος, καθώς απευθύνεται κυρίως στο θερινό – παραθαλάσσιο τουρισμό. Η ανάπτυξη ειδικών-εναλλακτικών μορφών τουρισμού που θα απευθύνονται σε διαφορετικές ομάδες τουριστών θα επιτρέψουν την άμβλυνση της εποχικότητας και την ενίσχυση του τουρισμού σε νέες περιοχές της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων έχει επιδράσει ανασταλτικά στον κλάδο.
Το διαδίκτυο υποστηρίζει τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όσον αφορά στην προβολή των εγκαταστάσεών τους και των υπηρεσιών τους, παρακάμπτοντας ενδιάμεσους φορείς (ταξιδιωτικά γραφεία). Από την άλλη πλευρά, το διαδίκτυο έχει επιτρέψει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών υπηρεσιών bed & breakfast από ιδιώτες (π.χ. βραχυχρόνια μίσθωση) που δεν υπόκεινται στο ίδιο ρυθμιστικό και φορολογικό περιβάλλον με τα ξενοδοχεία.
Η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, όπως εφαρμόζεται μέσω των social media, των πληροφοριακών συστημάτων αξιοποίησης μεγάλων δεδομένων, της διάδοσης της κινητής τεχνολογίας και των εφαρμογών της, καθώς και της τεχνητής νοημοσύνης, επηρεάζει σημαντικά και την απόφαση των ταξιδιωτών στην επιλογή του ξενοδοχείου, εντάσσοντάς το σε μια συνολικότερη επιδιωκόμενη ταξιδιωτική εμπειρία και δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για την πορεία του κλάδου.
Σύμφωνα με τη Στόχασις, οι κυριότερες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό είναι οι ευρωπαϊκές χώρες, ενώ όπως επισημαίνει, η Ελλάδα πρέπει να διεισδύσει εντονότερα σε γρήγορα αναπτυσσόμενες αγορές (π.χ. Κίνα), καθώς και σε παραδοσιακές τουριστικές αγορές στις οποίες σήμερα έχει χαμηλή διείσδυση, όπως οι ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι ο τουρισμός διεθνώς εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 3,6% ετησίως και θα ανέλθει σε $4,065 τρισ. το 2029 σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Τουρισμού.
Σε απόλυτους αριθμούς ο αριθμός των επισκεπτών προβλέπεται να ανέλθει σε 2.196.090.000 το 2029. Η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στο παγκόσμιο Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ανήλθε σε $2,75 τρισ. (3,2% του συνολικού ΑΕΠ) το 2018, ενώ η συνολική (άμεση και έμμεση) συνεισφορά στο παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάται σε 10,4% το 2018 (Πηγή: World Travel & Tourism Council).