Υπάρχει ένα «φαινομενικά» μεγάλο παράδοξο στην ελληνική ναυτασφαλιστική αγορά. Αυτό το παράδοξο συνίσταται στο ότι, ενώ ο ελληνόκτητος στόλος ποντοπόρου ναυτιλίας, είναι από τους μεγαλύτερους στόλους του κόσμου καθώς αποτελεί περίπου το 20% του tonnage του παγκόσμιου στόλου, η εγχώρια ασφαλιστική αγορά δεν έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις προκειμένου να απορροφήσει μέρος της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων. Υπολογίζεται ότι η παραγωγή ασφαλίστρων του ελληνόκτητου στόλου μόνο για το Hull & Machinery που θα μπορούσε να διεκδικήσει η εγχώρια αγορά είναι της τάξης των 1.8 δισ. $ – 2 δισ. $ από τα 6,9 δισ. που αποτελούν τη συνολική παγκόσμια παραγωγή ασφαλίστρων H&M (στοιχεία IUMI 2018). Oι Έλληνες πλοιοκτήτες ασφαλίζονται κυρίως στις αγορές του Λονδίνου, της Σκανδιναβίας, της Νέας Υόρκης, ή της Ασίας.
Το παράδοξο αυτό το χαρακτήρισα φαινομενικό γιατί παρόλο που ο Πειραιάς είναι από τα μεγαλύτερα ναυτιλιακά κέντρα στον κόσμο, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που η εγχώρια ασφαλιστική αγορά, δεν έχει διεκδικήσει ουσιαστικά μερίδιο αυτής της εντυπωσιακά μεγάλης πίτας. Οι λόγοι είναι πολλοί, δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον ασφαλιστικό χώρο αλλά με το συνολικό οικοσύστημα της ναυτιλίας, το οποίο περιλαμβάνει τις πολιτικές, νομικές, κανονιστικές και οικονομικές δομές.
Ο κύριος λόγος που η εγχώρια ασφαλιστική αγορά δεν έχει βγει δυναμικά ώστε να διεκδικήσει την τοποθέτηση αυτών των κινδύνων στην Ελλάδα, είναι η ίδια η φύση του κινδύνου τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν μοιάζουν τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια να είναι τόσο ελκυστικά για την ασφαλιστική βιομηχανία.
Έτσι παρόλο που τα ασφάλιστρα το 2018 αυξήθηκαν κατά μόλις 2% σε σχέση με το 2016, αυτή η μεταβολή δεν ανταποκρίνεται στην παγκόσμια αύξηση του στόλου, του ύψους των ζημιών αλλά και σημαντικότερο από όλα του περιβάλλοντος του κινδύνου που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκο και συνεπώς χρειάζεται να συσσωρευθούν επαρκή κεφάλαια προκειμένου να αναληφθεί το ρίσκο που αυτό φέρει.
Γιατί μπορεί η σταθερή μείωση του αριθμού συνολικών απωλειών (total losses) να είναι ενθαρρυντική, αλλά το περιβάλλον των κινδύνων της ναυτιλίας αλλάζει με τόσο γοργούς ρυθμούς που εκφράζονται ανησυχίες ότι η παγκόσμια ασφαλιστική αγορά (πόσο μάλλον η ελληνική) ενδεχομένως να μην έχει το μέγεθος να απορροφήσει τυχόν μεγάλες ανατροπές στη συμπεριφορά των ζημιών ιδιαίτερα σε μια περίοδο εγγενών οικονομικών προκλήσεων με την παραγωγή ασφαλίστρων να παραμένει συμπιεσμένη.
Ενδεικτικά στοιχεία για το περιβάλλον των κινδύνων της ποντοπόρου ναυτιλίας θα κάνουν πιο κατανοητή την παραπάνω θέση:
Η τάση για μεγαλύτερα και αποδοτικότερα πλοία, δημιουργεί μεγαλύτερη έκθεση σε major claims. Η απώλεια ενός μεγάλου σκάφους μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ή επιβατηγού πλοίου θα μπορούσε να κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια, που μπορεί να φτάσουν τα 4 δισ., εάν εμπλέκονται δύο μεγάλα σκάφη όπως αναφέρεται σε μελέτη περίπτωσης PML της Allianz. Τα μεγάλα πλοία φέρουν νέα επικινδυνότητα, όπως ανεπαρκείς επιχειρήσεις διάσωσης λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λιμένων καταφυγίου σε περίπτωση συμβάντος που να έχει τις προδιαγραφές ελλιμενισμού για αυτού του μεγέθους πλοία κ.ά.
Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανόνες μπορεί επίσης να προκαλέσουν αύξηση των ζημιών. Είτε από την επιβολή προστίμων για τη ρύπανση ή λόγω του υπέρογκου κόστους των μέτρων αντιρύπανσης είτε λόγω της επιβολής διεργασιών μεγαλύτερης επικινδυνότητας. Είναι γνωστό ότι η διεθνής σύμβαση για τον έλεγχο και τη διαχείριση των υδάτων έρματος πλοίων και ιζημάτων (σύμβαση BWM) απαιτεί από τα πλοία που διεξάγουν πλόες σε διεθνή ύδατα να εγκαταστήσουν ένα εγκεκριμένο ιδιαίτερα κοστοβόρο σύστημα διαχείρισης υδάτινου συστήματος (BWMS). Οι νέοι κανόνες απαιτούν από τα σκάφη να διαχειρίζονται τα θαλάσσια έρματα στη θάλασσα, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη πίεση στο κύτος, ειδικά εάν δεν ακολουθούνται σωστά οι διαδικασίες και συνεπώς αύξηση των απαιτήσεων αποζημίωσης.
Οι νέες τεχνολογίες, ο αυτοματισμός στη ναυτιλία, ο τηλεχειρισμός των πλοίων έχουν βοηθήσει στην ασφάλιση της ναυσιπλοΐας. Από την άλλη πλευρά, η εισαγωγή και λειτουργία μη επανδρωμένων πλοίων για την εξυπηρέτηση της ποντοπόρου ναυτιλίας που δείχνει να είναι η τάση, θα δημιουργήσει μείζονες προκλήσεις για το μέλλον με πιθανές επιπτώσεις στη ναυτική ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, και το περιβάλλον, σε ζητήματα ευθύνης, που δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές στην παρούσα φάση από την ασφαλιστική βιομηχανία. Το 2017, οι κακόβουλες επιθέσεις σε συστήματα λογισμικού κόστισαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Σε έναν όλο και περισσότερο ψηφιακά συνδεόμενο κόσμο, η προστασία των ψηφιακών δεδομένων και των συστημάτων τεχνολογίας δημιουργεί επικινδυνότητα που ο ασφαλιστικός κλάδος καλείται να αντιμετωπίσει.
Η κατάρρευση της Hanjin Shipping εξέθεσε την ευάλωτη οικονομική κατάσταση ορισμένων παικτών της ναυτιλιακής βιομηχανίας. Οι πτωχεύσεις αυξάνονται και οι οικονομικές πιέσεις έχουν οδηγήσει σε περικοπές κόστους που μπορεί παράλληλα με τη γήρανση του στόλου να οδηγήσουν σε αύξηση των ζημιών.
Κάποιες πυρκαγιές σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στη θάλασσα έχουν δημιουργήσει την ανησυχία ότι τα συστήματα ασφαλείας δεν συμβαδίζουν με την αύξηση στα μεγέθη των πλοίων καθώς περισσότερα εμπορευματοκιβώτια μπορεί να δυσκολεύουν τον εντοπισμό και έλεγχο πιθανής πυρκαγιάς.
Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά επιβάλλεται να είναι σε επαγρύπνηση, να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, να εκπαιδεύσει τα στελέχη της και να προσελκύσει νέα, προκειμένου όταν οι προϋποθέσεις καταστούν ευνοϊκές να τολμήσει να διεκδικήσει αυτό που της αναλογεί στην ασφάλιση της διεθνούς ποντοπόρου ναυτιλίας.
Επίσης, η κυβέρνηση επιβάλλεται να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που της δίνονται για να προσελκύσει διεθνείς παίκτες της ναυτασφάλισης από το εξωτερικό και να μεταφερθεί έτσι η τεχνογνωσία της ναυτασφάλισης στον ελληνικό χώρο. Μετά το Brexit μεγάλοι ασφαλιστές και μεσίτες δημιουργούν κόμβους σε κέντρα της ΕΕ, όπως το Λουξεμβούργο, οι Βρυξέλλες και το Δουβλίνο, σε περίπτωση που η Βρετανία χάσει την πρόσβασή της στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Ίσως αυτό να ήταν ή να εξακολουθεί να είναι είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τον Πειραιά ώστε να αναπτυχθεί σε διεθνές και ισχυρό ναυτασφαλιστικό κέντρο.