Άρθρο του κ. Φίλιπου Μυτιληναίου που δημοσιεύτηκε στο Broker’s Time 50*
*Ο κ. Μυτιληναίος είναι Μεσίτης Ασφαλίσεων (Consensus Insurance Services), Μέλος ΔΣ ΣΕΜΑ & Υπεύθυνος Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων ΣΕΜΑ
Η επερχόμενη εφαρμογή τον Φεβρουάριο του 2018 της IDD (INSURANCE DISTRIBUTION DIRECTIVE), η οποία έρχεται επισήμως να αντικαταστήσει την IMD (INSURANCE MEDIATION DIRECTIVE) του 2002, έχει δημιουργήσει ποικίλους προβληματισμούς ως προς την εφαρμογή της και τη μετάβαση στα νέα δεδομένα, όχι μόνο στους διαμεσολαβούντες στη χώρα μας, αλλά και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ασφαλιστικής Αγοράς.
Στόχος της Οδηγίας είναι αφενός να επιφέρει τη σιγουριά ότι όλοι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές θα λειτουργούν με απόλυτο και διασφαλισμένο τρόπο και με γνώμονα τη δίκαιη-ειλικρινή και επαγγελματική προάσπιση των συμφερόντων του τελικού καταναλωτή, αφετέρου να διασφαλίσει την εξομάλυνση της εισόδου και της διακίνησης ασφαλιστικών αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από άλλα κανάλια διανομής. Η «επιχρύσωση» -όπως την αποκαλούν οι συνάδελφοί μας στην ΕΕ- της IDD είναι η εφαρμογή στην τοπική νομοθεσία, σημείο που εγκυμονεί ευκαιρίες, αλλά και δυνητικούς κινδύνους. Οι προβληματισμοί των φορέων διαμεσολάβησης στην Ευρώπη ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, ωστόσο, σε μια προσπάθεια ιεράρχησης και εντοπισμού των κοινών σημείων, εστιαστήκαμε στα παρακάτω:
1 Η Οδηγία δεν προβλέπει εποπτικά μέσα τα οποία θα υιοθετήσει το κράτος-μέλος ώστε να εποπτεύσει αποτελεσματικά τις ασφαλιστικές διαμεσολαβητικές εργασίες των ασκούντων δευτερεύουσα διαμεσολάβηση.
2 Έντονος προβληματισμός υπάρχει και για το ανώτατο ετήσιο ασφάλιστρο σε αναλογική (pro rata) βάση με όριο τα 600 ευρώ, ποσό πολύ υψηλό. Παρότι η Οδηγία ισχύει και για την κατηγορία των ασκούντων δευτερεύουσα ασφαλιστική δραστηριότητα διαμεσολαβητών, αυτοί εξαιρούνται της IDD, εφόσον τα ασφαλιστικά προϊόντα που διαθέτουν είναι συναφή με τη δραστηριότητά τους, σε συνάρτηση με το ανώτατο ετήσιο ασφάλιστρο σε pro rata βάση 600 ευρώ. Ως εκ τούτου, συνιστάται διερεύνηση στις κατά τόπους εφαρμογές της, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι τυχόν εξαιρέσεις από την Οδηγία. Προς αυτήν την κατεύθυνση, γίνεται σαφής αναφορά ότι σε περίπτωση που ασφαλιστικός πάροχος (ασφαλιστική εταιρεία) χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ενός παρεπόμενου διαμεσολαβητή που εξαιρείται της IDD, είναι ευθύνη της να φροντίζει για τη σαφή ενημέρωση και εποπτεία αυτού ως προς τις γενικότερες απαιτήσεις της προστασίας του καταναλωτή.
3 Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 72 της IDD, «είναι υψίστης σημασίας ο όρος της αναλογικότητας να εφαρμόζεται σε όλες τις πράξεις της νομοθεσίας που θα επιβάλλονται στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, διαφοροποιώντας διακριτά τους διαμεσολαβητές που προωθούν ασφαλιστικά προϊόντα από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δημιουργούν-κατασκευάζουν προϊόντα». Δεδομένου αυτού, συνιστάται στις χώρες-μέλη να διασφαλίζουν ότι δεν θα εφαρμόζονται ιδιαίτερα περιοριστικοί όροι στην πρώτη κατηγορία σε σχέση με τη δεύτερη, καθώς αυτό θα επιφέρει μια λιγότερο δημιουργική-αναπτυξιακή-ευέλικτη και, εν τέλει, λιγότερο φιλική προς τον καταναλωτή αγορά.
4 Μεγάλη προσοχή απαιτείται σε σχέση με την ύπαρξη «οικονομικών κινήτρων», καθώς οι παραγωγικές στοχοθεσίες-bonus μπορούν να επηρεάσουν τον διαμεσολαβούντα προς μια κατεύθυνση, πιθανόν ζημιώνοντας έτσι τον τελικό καταναλωτή. Γενικότερα, στο εξωτερικό, υπάρχει, στη δεδομένη στιγμή, μια ενεργή συζήτηση σχετικά με τον σαφή προσδιορισμό-αναφορά της έννοιας του κάθε οικονομικού κινήτρου, καθώς και το γεγονός ότι πριν την τελική σύναψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου θα πρέπει ο καταναλωτής να ενημερώνεται για το είδος της αμοιβής που λαμβάνει ο διαμεσολαβητής, εξαιρούμενων από αυτήν την υποχρέωση των μεγάλων ασφαλιστηρίων (large risks) και των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητικών εργασιών.
Η επικρατέστερη άποψη στα ευρωπαϊκά forum είναι ότι η IDD, ούτως ή άλλως, διασφαλίζει τη διαφάνεια και δίνει έμφαση στην ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με το προϊόν που προτίθεται να αγοράσει, ώστε να πάρει την ορθή για τον ίδιο απόφαση.
Οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά περί συστήματος αμοιβών σε τοπικό επίπεδο περιπλέκει τη διαδικασία και είναι πιθανό να συμβάλει σε πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και, εν τέλει, να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό του τελικού καταναλωτή από την ουσία, που δεν είναι άλλη από το ύψος και πλήθος των ασφαλιστικών παροχών, τις εξαιρέσεις και το συνολικό ασφάλιστρο της ασφαλιστικής πρότασης. Μια αγορά βασισμένη, λόγου χάριν, στη λεγόμενη «αμοιβή» (fee) και όχι στην απόδοση προμήθειας από τρίτο φορέα θα μπορούσε να αποκλείσει μεγάλη μάζα καταναλωτών από τη συμβουλευτική ή υποστηρικτική υπηρεσία κατά την προσπάθειά τους για την εξεύρεση της ιδανικότερης ασφαλιστικής λύσης.
Οι φορείς των διαμεσολαβούντων της ΕΕ υποστηρίζουν πως οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικές κατά την εφαρμογή της Οδηγίας, που σαφώς τους δίνει το δικαίωμα να καταργήσουν ή να περιορίσουν οικονομικά κίνητρα (αμοιβές-προμήθειες-bonus), από την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων. Οποιαδήποτε τέτοια απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον δυνητικό κίνδυνο δημιουργίας ανισοτήτων μεταξύ των δικτύων διανομής, διαστρέβλωσης του ανταγωνισμού και δημιουργίας μη αναλογικών διαχειριστικών βαρών.